Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2009

Και λαμόγιο και κορόιδο





Πείτε να 'ρθουν εντομολόγοι-είναι σοβαροί οι λόγοι...

Δουλεύω στην ΕΡΤ περισσότερο από δέκα χρόνια. 

Τη νύχτα πριν από τις εκλογές νύχτα κοιμήθηκα κανονικά ως εργαζόμενη- άνθρωπος, και το επόμενο πρωί ξύπνησα και ήμουν κατσαρίδα. 
Η μάλλον, κάτι πιο σιχαμένο κι από κατσαρίδα:
Ήμουν λαμόγιο. 
Κοιταζόμουν στον καθρέφτη και δεν το πίστευα.

Εγώ δεν ήμουν πια εγώ: Στη θέση των χεριών είχαν φυτρώσει πλοκάμια με βεντούζες. Από το κεφάλι μου ξεπετάγονταν κεραίες εντοπισμού μάσας και λούφας. Τη θέση δε του (πρώην)προσώπου μου είχε καταλάβει μια τεράστια προβοσκίδα, από την άκρη της οποίας ρουφούσα τα ζεστά μετρητά, που κατέβαλλαν οι Έλληνες υπό την απειλή κνούτου, και συσκότισης, μαζί με τον λογαριασμό της ΔΕΗ.

Η πρώτη μου σκέψη ήταν « πτι ρε γκαμότι, κρίμα τα λεφτά που πέταξα στο botox». Ήταν φανερό ότι είχα πέσει σε κατάσταση σοκ... Ασφαλώς επρόκειτο για μια περαστική παραμόρφωση. Ήμουν μέσα στο όνειρο ή τον εφιάλτη κάποιου, κι αυτός ο κάποιος σύντομα θα ξυπνούσε και εγώ θα ήμουν πάλι εγώ. Στοιχειώδες.

Πήγα να ξυπνήσω τον άντρα μου και τότε με ζώσανε τα φίδια. Στο κρεβάτι δεν ήταν ο άνθρωπος που τα τελευταία χρόνια αποκαλώ τρυφερά «γιατρέ» (όχι μόνο επειδή γιάτρεψε την καρδιά μου, αλλά γιατί κατά βάθος, καμάρωνα που είχα ζευγαρώσει με επιστήμονα). Πάνω στο κουβερλί όμως, αργοσάλευε ένα λαμόγιο χειρότερο στην όψη από μένα. Πασαλειμμένο φακελάκια και πολαρόϊντ οργίων, τσαλαβουτούσε σε μια γλίτσα φοροδιαφυγής... Μου είχε κάνει τα σεντόνια εντελώς μπλιάχ.

Απελπισμένη, βγήκα στους δρόμους.
 

Τι το 'θελα; Η Μεσογείων ήταν γεμάτη σιχαμένα λαμόγια κάθε είδους. Πού ήταν κρυμμένα όλα αυτά τα τέρατα; Μέσα στα γιώτα-χί τους, στριμωγμένα στα λεωφορεία, ανέμιζαν κεραίες, ουρές φιδιών, διχαλωτές γλώσσες και ξεφυσούσαν τοξικά αέρια που δηλητηρίαζαν το οικονομικό αύριο των μη-τεράτων. Ηχητικές εγκαταστάσεις συντονισμένες στη συχνότητα του Τρωκτικού, μας προειδοποιούσαν «ήρθε η ώρα σας, θα σας ψεκάσουμε με αντι- λαμογικό, θα ψοφήσετε όλοι σας».
 

Λίγο πιο κάτω, μερικά κατατρομαγμένα λαμόγια –του είδους του stage- συγκεντρώνονταν για να διαμαρτυρηθούν, αλλά ήταν τόσο μικροσκοπικά, που είχαν γίνει σχεδόν αόρατα. 
Δεν τους έδινε σημασία κανένας, και τα ποδοπατούσαν όλοι πάνω στο γενικό πανικό.

Έφτασα στη δουλειά. Εφιάλτης. Στούντιο σκοτεινά, φώτα σβηστά, γραφεία άδεια. 

Ένας προσωπάρχης, με σακούλα στο κεφάλι (για να μην τρομάζει τους περαστικούς), μας ειδοποιούσε τυπικά να φύγουμε, να πάμε αλλού. Μέχρι νεωτέρας.
«Μα πού να πάω; Εδώ δουλεύω! Κοιτάξτε, ειλικρινά, αν είναι για την εμφάνισή μου, δεν υπάρχει πρόβλημα. Λίγο μακιγιάζ, λίγο χτένισμα, ένα ριχτό ρούχο, σωστός φωτισμός, και πιστεύω ότι το αποτέλεσμα δεν θα είναι και τόσο τρομακτ…»
Δεν πρόλαβα να τελειώσω τη φράση μου.
 

«Κομμώτριες, βάφτρες, μοδίστρες, φωτιστές, τέλος. Τα διώξαμε τα λαμόγια, τις αιματορουφήχτρες, τους κηφήνες, και ησυχάσαμε. . 
Επίσης λέμε να ξεφορτωθούμε τους μοντέρ, τους σκηνοθέτες, τους ρεπόρτερς, και κάτι ψωνάρες φίρμες σαν του λόγου σου,. 
Δεν δείχνουμε τίποτα, δεν παράγουμε τίποτα, να καθαρίσει ο τόπος, να ανασάνουμε. 
Άντε μαντάμ, αδειάστε μας τη γωνιά. 
Δεν βλέπετε ότι περιμένει στη σειρά για να μπει ο Θαυμαστός, Καινούριος Κόσμος;

Κοίταξα γύρω μου αλλά δεν έβλεπα κανέναν. Δε λέω, η προβοσκίδα-ρουφήχτρα, μου περιόριζε κάπως την όραση. 

Μπορεί όμως να ήταν επειδή τα μάτια μου είχαν γεμίσει δάκρυα αγανάκτησης, αλλά και πάλι δεν μπορώ να είμαι σίγουρη.
Κλαίνε τα λαμόγια;


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου