Όταν η φωτογραφία του Σάββα Ξηρού με τον απαραίτητο κραυγαλέο τίτλο εμφανίσθηκε στα τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων για πρώτη φορά, ήμουν σχεδόν έτοιμος να ορκισθώ ότι τον γνώριζα.
Ευτυχώς δεν το έκανα.
Όποιος «περπάτησε» στα στέκια των Εξαρχείων στα τέλη της δεκαετίας του '70 και τις αρχές του '80, θα θυμάται αναρίθμητους αριστερούς όλων των τάσεων με πανομοιότυπες ενδυματολογικές αναζητήσεις, έτοιμους στις συζητήσεις τους, να ξεκινήσουν «ιερό πόλεμο» για τον τρόπο με τον οποίο έπρεπε κανείς να αποκωδικοποιεί τις σκέψεις του Μάρξ και του Λένιν.
Όλοι σφιχταγκαλιασμένοι με τη δογματική τους αλήθεια. Με το ίδιο ύφος. Την ίδια βεβαιότητα. Κυρίως όμως την ίδια φυσιογνωμία. Σαν του Σάββα Ξηρού. Αρκετά όμως με τα ευφυολογήματα…
Με αφορμή την «επέτειο του Πολυτεχνείου» (τι αφόρητο κλισέ!) σκέφτομαι ότι αυτή την εποχή των πολιτικών και κοινωνικών αντιφάσεων και εν μέρει των ψευδαισθήσεων που ανέδειξε, άξιζε να τη ζήσει κανείς για τη μοναδική της ατμόσφαιρα. Των μεγάλων προσδοκιών. Των μεγάλων ιδεών.
Δεν ανήκω στη γενιά του Πολυτεχνείου. Μάλλον στη γενιά της Μεταπολίτευσης κατατάσσομαι ηλικιακά -της μεταπολίτευσης καημένη γενιά τραγουδάει ο Πορτοκάλογλου.
Το Πολυτεχνείο με συγκινούσε όμως πάντοτε με ένα αφελή, σχεδόν παιδικό τρόπο. Ποτέ μου δεν προσπάθησα να αναλύσω πού τελειώνει ο «μύθος» και πού αρχίζει η «πραγματικότητα» της εξέγερσης του Πολυτεχνείου. Ακόμη και σήμερα έχω τη δική μου εκδοχή. Απλοϊκή, αυθεντική, νοσταλγική.
Στις 17 Νοέμβρη του 1975, στην πρώτη μεγάλη πορεία του Πολυτεχνείου (στις 17 Νοέμβρη του 1974 διεξήχθησαν οι βουλευτικές εκλογές), η μητέρα μου πήρε από το χέρι δύο μικρά παιδιά -εμένα και την εξαδέλφη μου- και «κατεβήκαμε» στην πορεία.
Βρεθήκαμε χαμένοι και εμείς, συγκινητικά μόνοι σε ένα πολύβουο ατελείωτο πλήθος κάπου στην Βουκουρεστίου μην ξέροντας πού να σταθούμε.
Ο κόσμος στριμωγμένος. Δίπλα μας, φωνές, συνθήματα και ακατανόητες φράσεις… «Το ΚΚΕ πέρναγε τρεις ώρες», «Η κεφαλή της πορείας είναι στην αμερικανική πρεσβεία», «η ουρά βρίσκεται στην πλατεία Αμερικής», «ποιος θα μπει μπροστά η ΚΝΕ ή ο Ρήγας»;
Όλα θυμίζουν πανηγύρι. Πολλά χρώματα. Συνθήματα. Φασαρία. Και ξαφνικά όλα αλλάζουν. Απόλυτη σιωπή.
Δεν κουνιέται κανείς. Όλοι με σκυμμένα κεφάλια. Κλαίνε. Ακούγεται το «προσκλητήριο των νεκρών». Δίπλα μας περνάει η «σημαία του Πολυτεχνείου». Ακολουθούν γυναίκες με μαύρα. Χωρίς καμία συνεννόηση όλοι φωνάζουν το ίδιο σύνθημα, «Εμπρός στο δρόμο που χάραξε ο Νοέμβρης»! Πιάνουν τα χέρια μας άγνωστοι άνθρωποι. Προχωράμε μαζί τους. Η πορεία ξεκίνησε.
Λίγα χρόνια αργότερα, το 1980, μικρό παιδί ακόμη αλλά μάλλον ώριμο να καταλάβω τη σπουδαιότητα της εποχής, μέλος του «Ρήγα Φεραίου» -της μεγαλύτερης αντιδικτατορικής οργάνωσης νεολαίας, που η μεταπολίτευση αποφάσισε ότι δεν έχει ανάγκη- ξαναείδα εκείνη τη ζεστή και περήφανη «σιωπή».
Μπήκα στα γραφεία της οργάνωσης σε ένα σκοτεινό σπίτι κάπου στη Δάφνη και είδα ανθρώπους 80 ετών να προσπαθούν να φτιάξουν ένα πανό που έγραφε «Το Πολυτεχνείο ζει». Άνθρωποι, που πέρασαν πάνω από τα μισά χρόνια της ζωής τους στις φυλακές πληρώνοντας το τίμημα μιας παράλογης εποχής, βρισκόντουσαν μπροστά από ένα κακοφτιαγμένο πανό που συμβόλιζε όμως με ένα βαθιά ανθρώπινο τρόπο τη συνέχεια του αγώνα μιας ζωής.
Περπάτησα μαζί τους μέχρι το κέντρο της Αθήνας με ένα μοναδικό τρόπο. Καμιά δεκαπενταριά γεροντάκια, εγώ και το πανό μας! Η ίδια ατμόσφαιρα. Συνθήματα, φωνές, συζητήσεις. Και μετά εκείνη η ίδια σιωπή. Που σε παραλύει, αλλά σου δίνει τη δυνατότητα να καταλάβεις ότι η ιστορία είναι παρούσα.
«Σιωπή»
Η σωστή λέξη. Με τα χρόνια, η ανατροπή των αξιών και η κυνική αξιοποίηση της κορυφαίας στιγμής του Αντιδικτατορικού αγώνα από ιδιοτελή συμφέροντα με οδήγησε στο συμπέρασμα ότι η σιωπή των ανθρώπων που συμμετείχαν ενεργά στην αντίσταση κατά της χούντας, δεν είναι μόνο ηθική στάση ζωής αλλά μία ηχηρή απάντηση. Απέναντι στο ευτελές, στο εύκολο, στο ανταλλάξιμο.
Θυμήθηκα αυτές τις δύο μικρές απλοϊκές ιστορίες, σκεπτόμενος ότι σε λίγα χρόνια η κοινή γνώμη όταν ακούει για τη 17 Νοέμβρη και τον Αντιδικτατορικό αγώνα πιθανότατα θα την ταυτίζει με τον Γιωτόπουλο και τους Ξηρούς.
Μικρό το κακό για μένα, που θα μπορώ και τότε με εγωιστική διάθεση να ισχυρίζομαι, ότι «ακούμπησα» με το δικό μου «παιδικό» τρόπο τη 17 Νοέμβρη!
Ευτυχώς δεν το έκανα.
Όποιος «περπάτησε» στα στέκια των Εξαρχείων στα τέλη της δεκαετίας του '70 και τις αρχές του '80, θα θυμάται αναρίθμητους αριστερούς όλων των τάσεων με πανομοιότυπες ενδυματολογικές αναζητήσεις, έτοιμους στις συζητήσεις τους, να ξεκινήσουν «ιερό πόλεμο» για τον τρόπο με τον οποίο έπρεπε κανείς να αποκωδικοποιεί τις σκέψεις του Μάρξ και του Λένιν.
Όλοι σφιχταγκαλιασμένοι με τη δογματική τους αλήθεια. Με το ίδιο ύφος. Την ίδια βεβαιότητα. Κυρίως όμως την ίδια φυσιογνωμία. Σαν του Σάββα Ξηρού. Αρκετά όμως με τα ευφυολογήματα…
Με αφορμή την «επέτειο του Πολυτεχνείου» (τι αφόρητο κλισέ!) σκέφτομαι ότι αυτή την εποχή των πολιτικών και κοινωνικών αντιφάσεων και εν μέρει των ψευδαισθήσεων που ανέδειξε, άξιζε να τη ζήσει κανείς για τη μοναδική της ατμόσφαιρα. Των μεγάλων προσδοκιών. Των μεγάλων ιδεών.
Δεν ανήκω στη γενιά του Πολυτεχνείου. Μάλλον στη γενιά της Μεταπολίτευσης κατατάσσομαι ηλικιακά -της μεταπολίτευσης καημένη γενιά τραγουδάει ο Πορτοκάλογλου.
Το Πολυτεχνείο με συγκινούσε όμως πάντοτε με ένα αφελή, σχεδόν παιδικό τρόπο. Ποτέ μου δεν προσπάθησα να αναλύσω πού τελειώνει ο «μύθος» και πού αρχίζει η «πραγματικότητα» της εξέγερσης του Πολυτεχνείου. Ακόμη και σήμερα έχω τη δική μου εκδοχή. Απλοϊκή, αυθεντική, νοσταλγική.
Στις 17 Νοέμβρη του 1975, στην πρώτη μεγάλη πορεία του Πολυτεχνείου (στις 17 Νοέμβρη του 1974 διεξήχθησαν οι βουλευτικές εκλογές), η μητέρα μου πήρε από το χέρι δύο μικρά παιδιά -εμένα και την εξαδέλφη μου- και «κατεβήκαμε» στην πορεία.
Βρεθήκαμε χαμένοι και εμείς, συγκινητικά μόνοι σε ένα πολύβουο ατελείωτο πλήθος κάπου στην Βουκουρεστίου μην ξέροντας πού να σταθούμε.
Ο κόσμος στριμωγμένος. Δίπλα μας, φωνές, συνθήματα και ακατανόητες φράσεις… «Το ΚΚΕ πέρναγε τρεις ώρες», «Η κεφαλή της πορείας είναι στην αμερικανική πρεσβεία», «η ουρά βρίσκεται στην πλατεία Αμερικής», «ποιος θα μπει μπροστά η ΚΝΕ ή ο Ρήγας»;
Όλα θυμίζουν πανηγύρι. Πολλά χρώματα. Συνθήματα. Φασαρία. Και ξαφνικά όλα αλλάζουν. Απόλυτη σιωπή.
Δεν κουνιέται κανείς. Όλοι με σκυμμένα κεφάλια. Κλαίνε. Ακούγεται το «προσκλητήριο των νεκρών». Δίπλα μας περνάει η «σημαία του Πολυτεχνείου». Ακολουθούν γυναίκες με μαύρα. Χωρίς καμία συνεννόηση όλοι φωνάζουν το ίδιο σύνθημα, «Εμπρός στο δρόμο που χάραξε ο Νοέμβρης»! Πιάνουν τα χέρια μας άγνωστοι άνθρωποι. Προχωράμε μαζί τους. Η πορεία ξεκίνησε.
Λίγα χρόνια αργότερα, το 1980, μικρό παιδί ακόμη αλλά μάλλον ώριμο να καταλάβω τη σπουδαιότητα της εποχής, μέλος του «Ρήγα Φεραίου» -της μεγαλύτερης αντιδικτατορικής οργάνωσης νεολαίας, που η μεταπολίτευση αποφάσισε ότι δεν έχει ανάγκη- ξαναείδα εκείνη τη ζεστή και περήφανη «σιωπή».
Μπήκα στα γραφεία της οργάνωσης σε ένα σκοτεινό σπίτι κάπου στη Δάφνη και είδα ανθρώπους 80 ετών να προσπαθούν να φτιάξουν ένα πανό που έγραφε «Το Πολυτεχνείο ζει». Άνθρωποι, που πέρασαν πάνω από τα μισά χρόνια της ζωής τους στις φυλακές πληρώνοντας το τίμημα μιας παράλογης εποχής, βρισκόντουσαν μπροστά από ένα κακοφτιαγμένο πανό που συμβόλιζε όμως με ένα βαθιά ανθρώπινο τρόπο τη συνέχεια του αγώνα μιας ζωής.
Περπάτησα μαζί τους μέχρι το κέντρο της Αθήνας με ένα μοναδικό τρόπο. Καμιά δεκαπενταριά γεροντάκια, εγώ και το πανό μας! Η ίδια ατμόσφαιρα. Συνθήματα, φωνές, συζητήσεις. Και μετά εκείνη η ίδια σιωπή. Που σε παραλύει, αλλά σου δίνει τη δυνατότητα να καταλάβεις ότι η ιστορία είναι παρούσα.
«Σιωπή»
Η σωστή λέξη. Με τα χρόνια, η ανατροπή των αξιών και η κυνική αξιοποίηση της κορυφαίας στιγμής του Αντιδικτατορικού αγώνα από ιδιοτελή συμφέροντα με οδήγησε στο συμπέρασμα ότι η σιωπή των ανθρώπων που συμμετείχαν ενεργά στην αντίσταση κατά της χούντας, δεν είναι μόνο ηθική στάση ζωής αλλά μία ηχηρή απάντηση. Απέναντι στο ευτελές, στο εύκολο, στο ανταλλάξιμο.
Θυμήθηκα αυτές τις δύο μικρές απλοϊκές ιστορίες, σκεπτόμενος ότι σε λίγα χρόνια η κοινή γνώμη όταν ακούει για τη 17 Νοέμβρη και τον Αντιδικτατορικό αγώνα πιθανότατα θα την ταυτίζει με τον Γιωτόπουλο και τους Ξηρούς.
Μικρό το κακό για μένα, που θα μπορώ και τότε με εγωιστική διάθεση να ισχυρίζομαι, ότι «ακούμπησα» με το δικό μου «παιδικό» τρόπο τη 17 Νοέμβρη!
( Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην online έκδοση της Ελληνικής Υπηρεσίας του BBC τo 2004)
Foreign Press
πολλά έχουν λεχθεί και γραφτεί για το Πολυτεχνείο.
ΑπάντησηΔιαγραφή- για το καπέλωμα του ΚΚΕ
- για την εκμετάλλευση μερικών (Δαμανάκη, Μπίστης, Χρσιτοδουλάκης κλπ)
- για το πανηγύρι που γίνεται
- και για τον "χαλβά Φαρσάλων" που πουλάν έξω από τις πόρτες.
Και όμως όποιος έζησε εκείνη την νύχτα (εκείνες τις νύχτες) στην Πατησίων ΘΕΛΕΙ να συνεχιστεί ο εορτασμός της ημέρας παρ' όλα τα παρατράγουδα. Δεν είμαι δημοσιογράφος, ούτε δυνατός στην πέννα να περιγράψω πως ακριβώς αισθάνομαι εγώ (και πάρα πολλοί άλλοι) γι' αυτήν την μέρα, για εκείνη την νύχτα. Θα το αφήσω στους πιο ειδικούς.
Απλά έπρεπε να ήσουν εκεί για να καταλάβεις...