Του Γιώργου Ι. Κωστούλα Το μικρό σχόλιο στο “Fortune” είχε τον τίτλο: “The law of Marginal Futility”. Δύσκολο να τον αποδώσει κανείς στα ελληνικά. Όταν, όμως, διάβασα το άρθρο, κατάλαβα ότι ο καλύτερος τρόπος θα ήταν να δούμε αυτόν το “νόμο” σε συσχετισμό με έναν άλλο γνωστότατο σε όλους μας νόμο, αυτόν της οριακής ικανοποίησης του καταναλωτή που μαθαίναμε στα πρώτα μαθήματα της Πολιτικής Δικονομίας. Ας τον θυμηθούμε: “Ως οριακή ικανοποίηση ορίζεται η πρόσθετη (φθίνουσα) ικανοποίηση που νιώθουμε από την κατανάλωση κάθε πρόσθετης μονάδας ενός αγαθού, προϊόντος ή υπηρεσίας”. Σε αντίθεση, λοιπόν, με τον παραπάνω γνωστό μας νόμο, ο “νόμος” που έδωσε τον τίτλο στο άρθρο του “Fortune” αναφέρεται στην πρόσθετη ικανοποίηση του καταναλωτή από τη... μη κατανάλωση, από τη... μη χρησιμοποίηση, από τη... μη απόλαυση κάθε πρόσθετης μονάδας ενός προϊόντος ή μιας υπηρεσίας. O “νόμος” δηλαδή ορίζει ότι όσο λιγότερη απόλαυση παίρνουμε από ένα προϊόν ή υπηρεσία, τόσο περισσότερο αυτό μας ικανοποιεί... Με άλλα λόγια, ο καταναλωτής ηδονίζεται, θα λέγαμε, να πληρώνει όσο το δυνατόν περισσότερο για μια όσο γίνεται μικρότερη αντιπαροχή και σε ποσότητα αλλά κυρίως σε ποιότητα απόλαυσης. Η εικονογράφηση στο άρθρο ήταν παραστατικότατη. Υπήρχε ένα καλοστρωμένο τραπέζι, ένα θαυμάσιο σερβίτσιο με αστραφτερή πολυχρωμία που, δε λέω, μπορεί να ικανοποιούσε όλες τις υπόλοιπες ανθρώπινες αισθήσεις εκτός από τη μία, την οποία έπρεπε κατ’ εξοχήν να υπηρετεί: τη γεύση. Εννοείται, βέβαια, να την υπηρετεί με κάποια διάρκεια και όχι στιγμιαία, αφού μέσα στο κομψότατο τεράστιο πιάτο δεν υπήρχε ποσότητα τροφής, περισσότερη απ’ όση θα μπορούσε να καταναλωθεί με δυο - τρεις παιδικές πιρουνιές. Φυσικά, η τιμή του πιάτου, κατ’ επιταγήν του νόμου, δεν μπορεί παρά να είναι υψηλότατη, σε ακραία δηλαδή αντίστροφη σχέση με την ελάχιστη ποσότητα. Το παράδειγμα είναι εύγλωττο και είμαι βέβαιος ότι όλοι μας, άλλοι περισσότερο και άλλοι λιγότερο, έχουμε υποστεί τους κανόνες της haute ή της nouvelle cuisine... Όλο και περισσότεροι οδηγούμαστε σε καταναλωτικές συνήθειες που μειώνουν κάθε φορά την απόλαυση, άλλοτε μιμούμενοι μια εξαιρετική κατηγορία καταναλωτών, ή ακολουθώντας το παράδειγμα κάποιων επώνυμων εκκεντρικών. Καθοδηγούμενοι, πλέον, και από τα λεγόμενα περιοδικά life style, δεν το έχουμε για τίποτα να πληρώσουμε 20 ευρώ για μισή μερίδα μακαρονάδας, 30 ευρώ για ένα κοινό μακό μπλουζάκι ή 100 ευρώ για μια γραβάτα. Είναι δυνατόν αυτό το υπερτίμημα να προσφέρει αντίστοιχη πρόσθετη απόλαυση; Ακόμη χειρότερα, πολλές φορές οι άνθρωποι ταλαιπωρούνται, ακριβέστερα ανταγωνίζονται για να τους δοθεί η ευκαιρία να καταβάλουν αυτό το υπερτίμημα. Όπως για παράδειγμα η εξασφάλιση ξαπλώστρας “πρώτο τραπέζι πίστα” σε κοσμικές παραλίες της Μυκόνου. Τι σχέση έχει η παρουσία τους εκεί με την πραγματική απόλαυση ενός δροσερού μπάνιου σε μια από τις τόσες άλλες πεντακάθαρες και ολιγοσύχναστες παραλίες μας; Ώριμοι καταναλωτές συνωστίζονται σε ουρές για να στριμωχθούν σε ένα τραπέζι, να γευθούν ένα μέτριο πιάτο και να ακούσουν πολλές φορές απαράδεχτη μουσική, που κάποιος άλλος διάλεξε πριν απ’ αυτούς γι’ αυτούς. Τι να πούμε για την περίπτωση πρόσφατης συναυλίας γνωστού τραγουδιστή σε κοσμικό νησί και τα γνωστά παρατράγουδα από το συνωστισμό, τη διπλο-τριπλοκράτηση τραπεζιών, και την απογοήτευση τόσων υποτιθέμενων σοβαρών ανθρώπων, θυμάτων, να υποθέσουμε του πλειστηριασμού για την εξασφάλιση ενός τραπεζιού... Και ένα τελευταίο παράδειγμα από μια πρόσφατη επίσης παρατήρηση: Πώς να εξηγήσει κανείς την ευκολία με την οποία δέχονται πολλοί να περιμένουν υπομονετικά να βρουν τραπέζι σε μοδάτο bar στη Σαντορίνη για να δουν, τάχα, το ηλιοβασίλεμα. Είναι δυνατόν το ηλιοβασίλεμα να είναι εκεί, ανάμεσα σε εκατοντάδες αλλοπρόσαλλους θαμώνες ομορφότερο απ’ ό,τι στο διπλανό ή παραδιπλανό πεζούλι ή σκαλοπατάκι της Καλντέρας; Στο νόμο της Marginal Futility, εγώ θα αντιπαραθέσω τον αποφθεγματικό λόγο του παππού, ο οποίος μεταξύ άλλων σοφών έλεγε επίσης ότι: “οι μεγάλες απολαύσεις είναι φθηνές”. Συνάντησα το πνεύμα του λόγου του παππού καταγραμμένο από τον Επίκουρο, 2.300 χρόνια πριν, με την εξής διατύπωση: “Χάρις τη μακαρία φύσει (χρωστάμε χάρη στη μακάρια φύση) ότι τα αναγκαία εποίησεν ευπόριστα, τα δε δυσπόριστα ουκ αναγκαία”. * O κ. Κωστούλας είναι τέως Γενικός Διευθυντής εταιρειών του ευρύτερου χρηματοπιστωτικού τομέα. Συγγραφέας. Το τελευταίο του βιβλίο με τίτλο: “Και οι Μάνατζερ έχουν ψυχή... ”, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Επτάλοφος. |
Προτάσεις και Κριτική για την Οικονομία, την Πολιτική, την Κοινωνία & την Ανάπτυξη!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου