Τρίτη 7 Ιουλίου 2009

Ανατολίτικο, ελληνικό, Μάνατζμεντ.

Του Γιώργου Ι. Κωστούλα

Ανατολίτικο, δηλαδή ελληνικό, Μάνατζμεντ.
Τι το χαρακτηρίζει;
Τέσσερα δομικά, ανατολίτικα στοιχεία που συνιστούν και στοιχειώνουν την υπανάπτυξή του.
Σε τεχνοκρατικό επίπεδο: Αμοιβαίως, καχύποπτη, χωροφυλακίστικη συμπεριφορά, μεταξύ προϊσταμένων και υφισταμένων, συναισθηματική αντιμετώπιση προβλημάτων και σχέσεων, αμυντική διαχείριση της γνώσης και της πληροφορίας και Ευκαιριακή -και πάντα βραχυπρόθεσμη-, πυροσβεστική δράση.


Καχύποπτη συμπεριφορά

Η παρακάτω ιστορία, το παράδειγμα καλύτερα, τα λέει όλα επί του προκειμένου:

Στην αίθουσα συνεδριάσεων των βεζίρηδων -τον οντά- που υπάρχει στο Τοπ Καπί στην Κωνσταντινούπολη, οι ξεναγοί συνήθως προφταίνουν την ερώτηση των φιλομαθών επισκεπτών, πληροφορώντας τους ότι ένα παραθυράκι που υπάρχει στον εσωτερικό τοίχο, πίσω και πάνω από τα αναπαυτικά μιντέρια και ντιβάνια, όπου κάθονταν οι βεζίρηδες και συζητούσαν τις υποθέσεις της αυτοκρατορίας, χρησίμευε για να μπορεί ο σουλτάνος, αθέατος πίσω απ’ αυτό να παρακολουθεί, όποτε ήθελε, τις συνεδριάσεις και να σχηματίζει προσωπική εντύπωση για τον τρόπο που οι αξιωματούχοι του χειρίζονταν τα προβλήματα και τα θέματα της ημέρας, όλοι μαζί και ο καθένας χωριστά. Βεβαίως ο σουλτάνος αραιά και που ήταν εκεί, πίσω απ’ το παραθυράκι. Το παραθυράκι όμως ήταν πάντα εκεί, με ή χωρίς τον σουλτάνο πίσω του, υποχρεώνοντας έτσι τους βεζίρηδες να δίνουν στις συνεδριάσεις, κάθε φορά τον καλύτερο τους εαυτό.

Το παραθυράκι, λοιπόν: μνημείο καχυποψίας, παντελούς έλλειψης εμπιστοσύνης και θετικού σκέπτεσθαι. Ούτε καν μέχρι αποδείξεως του εναντίον.

Αμυντική διαχείριση της γνώσης και της πληροφορίας

Μπήκα στο επάγγελμα και βγήκα από αυτό με την διαχείριση της γνώσης και της πληροφορίας, ιδιαίτερα αναφορικά με την μεταβίβασή τους, να χαρακτηρίζεται από την έως και ανήθικη συμπεριφορά των προϊσταμένων έναντι των υφισταμένων τους. Σχεδόν σα να μην άλλαξε τίποτα από την ηρωική εποχή της “μαστορικής” κυριαρχίας. Της απόλυτης δηλαδή, δεσποτείας του μάστορα πάνω στα παραπαίδια του, τους καλφάδες, όπου οι τελευταίοι δεν είχαν παρά να περιμένουν υπομονετικά, την όποια ανέλιξή τους, εξαρτημένοι από την μεγαλοψυχία και την συγκυριακή κατά κανόνα γενναιοδωρία του μάστορα - άρχοντα.

Κάτω από αυτές τις περιστάσεις, οι κάθε είδους υφιστάμενοι, μαθητές, βοηθοί και παραγιοί προσπαθούσαν να μάθουν τη δουλειά με το μάτι. Ποτέ με τ’ αυτιά. Έβγαζαν, με άλλα λόγια, τους κανόνες του παιχνιδιού παρατηρώντας τους παίχτες.

Έτσι, χαιρόμουνα πάντα, όπου την συναπαντούσα, μια από τις σπανιότατες αλλά και ευγενέστερες μορφές γενναιοδωρίας: την ευκολία, την προθυμία, την ευχαρίστηση συχνά, ορισμένων προϊσταμένων να συνεργάζονται, να βοηθούν, ακόμα και να προφυλάσσουν κατώτερους ή- και το σπουδαιότερο- οριζόντιους συναδέλφους τους, όταν εκείνοι καταφεύγουν στα φώτα τους ή την εμπειρία τους για να λύσουν κάποιο πρόβλημά τους, ή να χειριστούν μιαν ασυνήθιστη περίπτωση, που τους έχει παρουσιαστεί.
Η λαμπρή εξαίρεση των ολίγων, που προτιμούν να είναι, ακόμα και περισσότερο απ’ όσο θα έπρεπε, ανταποκριτικοί, παρά απρόθυμοι: “Η γίδα, έλεγε ο παππούς, δεν κουτσαίνει απ’ τ’ αυτί”.

Συναισθηματική προσέγγιση προβλημάτων και σχέσεων

Το Φιλότιμο, σημαία της ελληνικής εργασιακής κουλτούρας. Εθνικό χαρακτηριστικό των επαγγελματικών σχέσεων. Καθοριστικό στοιχείο της καθημερινότητας διευθυνόντων και διευθυνομένων. Από εκεί και η άκρως συναισθηματική τoποθέτηση των Ελλήνων εργαζομένων, σε προβλήματα και καταστάσεις, αντί της λογικής, της αντικειμενικής αντιμετώπισής τους, μακριά από προσωπικές αναγωγές, ερμηνείες και ταυτίσεις...

Πιστεύω ότι, αν είναι αληθινό ότι ο Έλληνας μάνατζερ είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικός, αυτό οφείλεται περισσότερο στη Φιλοτιμία τών υφισταμένων του, παρά στις δικές του διευθυντικές επιδεξιότητες.

Μια ιστορία που επαναλαμβάνεται, από γενιά σε γενιά, συνεχώς, αρχίζοντας από το σπίτι και συνεχίζοντας στο σχολείο, στο στρατό κ.λπ: Απλοϊκές νοικοκυρές, αγαθοί δημοδιδάσκαλοι, αστοιχείωτοι καραβανάδες έχουν, με ευκολία, διαπρέψει στη διοίκηση Ελλήνων, τόσο ευάλωτων στην προσβολή της ιερότερης και πιο χειροπιαστής έκφρασης της ατομικής αξιοπρέπειας: του Φιλότιμου.

Κοντά στο Φιλότιμο και ένα άλλο, επίσης δύσκολο σε ανάλυση, ελληνικό λαϊκό γνώρισμα: η Λεβεντιά. Με τη δική της μυθολογία κι’ αυτή. Διάβασα κάπου ότι: “αν ο Νίτσε που πάσχιζε σ’ όλη του τη ζωή να καταγράψει σε κώδικα ήθους την πρόσχαρη κατάφαση στην τραγωδία της μοίρας, ήξερε τον ελληνικό όρο ‘λεβεντιά’, ίσως θα κουράζονταν λιγότερο στις αναζητήσεις του...”.

Καυχιόμαστε, είναι γνωστό αυτό, ότι σε καμία άλλη γλώσσα του κόσμου δεν υπάρχουν οι λέξεις Φιλότιμο και Λεβεντιά, υπονοώντας -με βάση το αξίωμα: “όπου δεν υπάρχει η έννοια δεν υπάρχει και η λέξη”- ότι είμαστε οι μόνοι που μπορούμε να κατανοήσουμε και να βιώσουμε το νόημα που οι λέξεις αυτές ενσωματώνουν. Με υπερηφάνεια, βεβαίως...
Υπάρχει, όμως, και μια άλλη λέξη που επίσης δεν υπάρχει σε άλλες γλώσσες του κόσμου. Γι’ αυτήν όμως δεν μιλάμε καθόλου, η λέξη Κουτοπονηριά: Η ιδιάζουσα φαυλότητα που παρουσιάζεται ως ξεχωριστή μορφή της φυλετικής μας εξυπνάδας και η οποία, στον αντίποδά του, αλλοιώνει την έννοια του Φιλότιμου, του ιδιότυπου αυτού κοσμήματος του λαού μας, σύμφωνα με τον Στ. Ράμφο.
Ή, κατά τον Ε. Λεμπέση: το κύριο όπλο των απανταχού μετρίων όλων των εποχών, η μετεξέλιξη της επιτηδειότητας, η οποία δεν είναι παρά το πρώτο στάδιο της απάτης: Ο ικανός άνθρωπος δεν έχει ανάγκη της επιτηδειότητας, όπως δεν έχει ανάγκη και της απάτης.

Ευκαιριακή έως και πυροσβεστική αντίδραση στις εξελίξεις

“Εκ των ενόντων”: μια ακόμα έκφραση που αμφιβάλλω αν κι αυτή υπάρχει σε καμία άλλη γλώσσα του κόσμου. Τουλάχιστον με το θετικότατο περιεχόμενο που έχει πάρει σε μας, μέσα και από τον αρχαιοπρεπή της γλωσσικό μανδύα. Μια έκφραση που αναγορεύει τις πρόχειρες, κάτω από πίεση αποφάσεις και πράξεις αυτοσχεδιασμού, τυχαίες, πολλές φορές της τελευταίας στιγμής, τα γιουρούσια με λίγα λόγια, σε εθνικό άθλημα αποτελεσματικότητας κάτω από πίεση -αποτέλεσμα, όπως θέλουμε να το εμφανίζουμε, της ευλυγισίας του πνεύματος και του ελληνικού δαιμονίου: κάτι δηλαδή σαν εθνική μαγκιά.

Μια άλλη εθνική διάκρισή μας κι αυτή. Με άλλη διατύπωση, η έλλειψη κάθε προγραμματισμού και η ευκολία ή μάλλον η αυθεντία να μετατρέπουμε τα πάντα σε επείγοντα και μετά -και πάντα πυροσβεστικά- να ασχολούμαστε μ’ αυτά, αναγκαστικά εις βάρος των εκάστοτε σημαντικών, τα οποία, με τη σειρά τους, ύστερα από λίγο ή πολύ, γίνονται κι αυτά επείγοντα για να τραβήξουν τότε την προσοχή και το ενδιαφέρον μας κ.ο.κ.

Είναι δε τόσο καθολική η αναγνώριση της “εκ των ενόντων” αποτελεσματικότητας του Έλληνα, που, ακόμα και επίσημες ή θεσμικές εκπροσωπήσεις πάσης μορφής, να αναφέρονται σ’ αυτήν μας την ικανότητα, με θαυμασμό και με τα πιο κολακευτικά λόγια: Τελικά φαίνεται πως είναι αληθινό ότι η μοίρα του έθνους είναι η σχεδία...

* O κ. Κωστούλας είναι τέως Γενικός Διευθυντής εταιρειών του ευρύτερου χρηματοπιστωτικού τομέα. Συγγραφέας. Το τελευταίο του βιβλίο με τίτλο: “Και οι Μάνατζερ έχουν ψυχή... ”, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Επτάλοφος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου