Τρίτη 12 Μαΐου 2009

Ανήθικο προνόμιο το άρθρο 86 του Συντάγματος

"..σε καμία άλλη ευρωπαϊκή χώρα το Σύνταγμα δεν αναθέτει στη Βουλή, και μάλιστα κατ’ αποκλειστικότητα, την αρμοδιότητα να ασκεί την ποινική δίωξη κατά υπουργών, όταν υπάρχουν ενδείξεις ότι διέπραξαν αξιόποινες πράξεις ή παραλείψεις, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.."


Toυ κ.Ν.Κ.Αλιβιζάτου
καθηγητή του Συνταγματικού Δικαίου
στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Η απαξίωση της Βουλής την περασμένη εβδομάδα ξεπέρασε κάθε προηγούμενο. Δεν αναφέρομαι τόσο στις λαθροχειρίες που έγιναν για να παραβιαστεί η μυστικότητα της ψηφοφορίας. Ούτε στη μοναδική στα παγκόσμια κοινοβουλευτικά χρονικά αποχή των βουλευτών της συμπολίτευσης (!) από μια συνεδρίαση, για να αποτραπούν δυσάρεστες εκπλήξεις. Αναφέρομαι κυρίως στο θλιβερά χαμηλό επίπεδο των περισσότερων αγορεύσεων, που θύμιζαν λόγους δικολάβων άλλων εποχών σε επαρχιακά πρωτοδικεία.

«Μα δεν ήταν μοιραίο να συμβεί αυτό;» θα ρωτούσε κάποιος αφελής. Οι βουλευτές όταν ασκούν δικαστικά καθήκοντα δεν παύουν να είναι πολιτικοί. Θα ήταν συνεπώς αφύσικο να αποφασίζουν με υπερκομματικά κριτήρια και να κρίνουν κατά συνείδηση. Πολύ περισσότερο όταν το πολιτικό διακύβευμα της απόφασης που καλούνται να λάβουν υπερβαίνει κατά πολύ το νομικό, όπως με την υπόθεση Παυλίδη. Με άλλα λόγια, θα συνέχιζε ο αφελής αυτός σχολιαστής, για το κατάντημα της Βουλής δεν φταίνε οι πολιτικοί, αλλά το..
Σύνταγμα. Το Σύνταγμα που τους αναθέτει μιαν αρμοδιότητα, που κανονικά δεν έπρεπε να έχουν (άρθρο 86). Το ζήτημα δεν είναι λοιπόν τα πρόσωπα. Είναι οι θεσμοί.
Αν ο αφελής συνομιλητής μας το έψαχνε λίγο παραπάνω, πολύ φοβούμαι ότι θα κατατρόπωνε τους 268 βουλευτές του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας, που το 2001 ψήφισαν το νέο άρθρο 86 του Συντάγματος. Διότι σε καμία άλλη ευρωπαϊκή χώρα (πλην μερικών του πρώην «υπαρκτού» σοσιαλισμού) το Σύνταγμα δεν αναθέτει στη Βουλή, και μάλιστα κατ’ αποκλειστικότητα, την αρμοδιότητα να ασκεί την ποινική δίωξη κατά υπουργών, όταν υπάρχουν ενδείξεις ότι διέπραξαν αξιόποινες πράξεις ή παραλείψεις, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.
Πράγματι, όταν δεν υπόκεινται στις ίδιες ακριβώς διατάξεις που ισχύουν για όλους τους πολίτες, όπως στη Μεγάλη Βρετανία, το Βέλγιο ή τη Γερμανία, οι υπουργοί υπάγονται σε δικαστήρια ειδικής σύνθεσης (όπως στη Γαλλία) ή στο ανώτατο (όπως στην Ισπανία), που είναι αρμόδια όχι μόνο για να εκδικάσουν την υπόθεση, αλλά και για να κινήσουν την ποινική διαδικασία. (Κατ’ εξαίρεση, στην Ισπανία χρειάζεται απόφαση της Βουλής μόνον όταν η παραπομπή γίνεται για πολιτικά αδικήματα). Στην Ιταλία πάλι, τη δίωξη ασκεί ο αρμόδιος εισαγγελέας, για την παραπομπή όμως του υπουργού χρειάζεται άδεια της Βουλής ή της Γερουσίας. Οι τελευταίες ωστόσο, σύμφωνα με τον συνταγματικό νόμο 1 του 1989, δεν μπορούν να την αρνηθούν παρά μόνον σε εξαιρετικές περιπτώσεις.
Βέβαια, αν οι υπουργοί είναι και βουλευτές, η Βουλή θα πρέπει να άρει την ασυλία τους.
Κάτι βέβαια που δεν μπορεί εύκολα να το αρνηθεί όταν η κατηγορία είναι σοβαρή και προπάντων θεμελιωμένη. Με άλλα λόγια, σε καμιά άλλη παλαιά κοινοβουλευτική δημοκρατία η ποινική δίωξη των υπουργών δεν εξαρτάται αποκλειστικά από τη Βουλή. (Αυτό ισχύει μόνον για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας -όπως άλλωστε και σε μας- για να προφυλαχθεί το κύρος του αρχηγού του κράτους).
Πού να οφείλεται άραγε η ελληνική αυτή ιδιομορφία;
Παλαιότερα, τον 19ο αιώνα, ο Ιω. Αραβαντινός, ο πρώτος Ελληνας συνταγματολόγος που μελέτησε προσεκτικά τον θεσμό, μιλούσε για «την χολήν των φιλοδόξων, τον φθόνον των καραδοκούντων την θέσιν εκείνην των πολιτικών αντιπάλων» και για την εκδίκηση όσων ο υπουργός στέρησε από «ωφελήματά τινα», όσο ασκούσε την εξουσία. Προσωπικά, θα προέτασσα την παραδοσιακή δυσπιστία των Ελλήνων πολιτικών προς τους δικαστές.
Οποια και αν είναι η εξήγηση, ένα είναι βέβαιο: παραβλέποντας τη μετάλλαξή του σε αυτό που ο καθηγητής Ν. Ανδρουλάκης αποκαλούσε το 1989 «όργανο προστασίας υπουργικών ατασθαλιών», ο μεταδικτατορικός συντακτικός νομοθέτης αγνόησε το αίτημα για ισοπολιτεία και άφησε κατ’ ουσίαν άθικτη την ιδιότυπη ασυλία των υπουργών. Δυστυχώς, παρά την τετραπλή αποτυχία του θεσμού, όταν αυτός δοκιμάστηκε από το 1989 έως το 1995, η Ζ΄ Αναθεωρητική Βουλή όχι μόνο δεν έκανε τη μεγάλη τομή, αλλά αντίθετα κατέστησε ακόμη δυσχερέστερη την παραπομπή υπουργών στο ειδικό δικαστήριο (2001).
Ετσι, ενώ με το παλαιό άρθρο 86,
που απαιτούσε απλή πλειοψηφία των παρόντων, ο κ. Αρ. Παυλίδης (με τις 146 ψήφους υπέρ της παραπομπής του έναντι 144 κατά) θα είχε παραπεμφθεί την περασμένη Δευτέρα, με το ισχύον, που απαιτεί 151 ψήφους, δεν παραπέμφθηκε. Από αυτήν την άποψη, ο κ. Παυλίδης θα έπρεπε να ευχαριστήσει τον εισηγητή της τότε πλειοψηφίας. Πολύ περισσότερο που ο τελευταίος είχε προτείνει να απαιτείται πλειοψηφία 180 βουλευτών για την παραπομπή, αλλά τελικά αρκέσθηκε στους 151. (Εκτοτε πάντως, ο κ. Βενιζέλος -σε επιστημονικό σημειωτέον σύγγραμμά του- επισείει και άλλον έναν κίνδυνο: την «επικοινωνιακή εξουσία» που, μαζί με τη δικαστική, έχουν τάχα διαμορφώσει το «νέο μέτωπο γύρω από την ποινική ευθύνη των υπουργών»).
Δίχως άλλο, με τη στενή προσήλωσή τους στον τύπο και όχι στην ουσία του νόμου, δεν είναι λίγοι οι Ελληνες δικαστές που δικαιολογούν με τη στάση τους τις επιφυλάξεις των πολιτικών εναντίον τους. Για πολλούς εξ άλλου ισχύει και η μομφή του κομματισμού, την οποία ενισχύει ο γνωστός τρόπος επιλογής της δικαστικής ηγεσίας από την εκάστοτε κυβέρνηση. Η περίπτωση μερικών ανώτατων δικαστικών λειτουργών, τις τελευταίες εβδομάδες, δείχνει ότι τέτοιου είδους ενστάσεις δεν είναι αβάσιμες.
Η εμμονή, εν τούτοις, στο να βλέπει κανείς τα πράγματα μόνον από αυτό το πρίσμα δεν είναι σωστή. Πιστεύω, αντίθετα, ότι αν οι Ελληνες δικαστές περιβληθούν από τους πολιτικούς με τον σεβασμό που αξιώνει το λειτούργημά τους και με την αναγκαία εμπιστοσύνη, αν επιπλέον απεξαρτηθούν θεσμικά από την εκτελεστική εξουσία, θα αναλάβουν εκ των πραγμάτων τις ευθύνες τους. Και, όπως συμβαίνει με τους συναδέλφους τους σε όλες τις ώριμες δημοκρατίες, δεν θα διώκουν φαντάσματα αλλά θα τιμωρούν μόνον τα πραγματικά αδικήματα των υπουργών.
Αν θέλουμε, λοιπόν, να ξεφύγουμε από τη μιζέρια των σκανδάλων που παραμένουν ατιμώρητα και από τον επαρχιωτισμό κάποιων
, ένθεν κακείθεν, που με τη στάση τους μας θυμίζουν ότι δεν είναι εύκολο να ξεφύγει κανείς από τα Βαλκάνια, είναι καιρός να κάνουμε το μεγάλο βήμα. Και να καταργήσουμε ένα προνόμιο των πολιτικών μας που, πέρα από παρωχημένο, έχει καταντήσει και ανήθικο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου