Τρίτη 21 Απριλίου 2009

Ο Ομπάμα σε ρόλο μετόχου - ακτιβιστή










Η αμερικανική κυβέρνηση έχει ενεργήσει με αποφασιστικότητα ξεπερνώντας τις προσδοκίες, για τον καθορισμό των χρονοδιαγραμμάτων και την επίβλεψη των κεφαλαίων που έχει δανείσει στις τράπεζες και τις αυτοκινητοβιομηχανίες.

Του Theo Francis

Με περισσότερα από 200 δισ. δολ. σε επενδύσεις προς τις αμερικανικές τράπεζες, άλλα 70 δισ. δολ. να προορίζονται για την American International Group (AIG) και περίπου 30 δισ. δολ. σε δάνεια προς τις αυτοκινητοβιομηχανίες, ο Αμερικανός πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα μπορεί κάλλιστα να χαρακτηριστεί ο μεγαλύτερος επενδυτής στις ΗΠΑ. Και αποδεικνύει ότι θα διευρύνει τα όρια στον όρο του μετόχου-ακτιβιστή.

Ο Αμερικανός πρόεδρος απέλυσε τον Rick Wagoner, τον πρώην διευθύνοντα σύμβουλο της General Motors (GM) και έδωσε στην αυτοκινητοβιομηχανία 60 ημέρες για να ολοκληρώσει την αναδιάρθρωση της ή την επιλογή της πτώχευσης. Έδωσε στην Chrysler μόλις 30 ημέρες να βρει αγοραστή – με την Fiat (FIA.MI) να συγκεντρώνει τις περισσότερες πιθανότητες – ή να αντιμετωπίσει την ίδια μοίρα. (Και φαίνεται ότι ο διευθύνων σύμβουλος της Chrysler, Robert Nardelli θα αποχωρήσει από την εταιρεία είτε στο ενδεχόμενο της συμφωνίας με τη Fiat, είτε στο ενδεχόμενο της πτώχευσης). Με την βοήθεια του Κογκρέσου, ο Ομπάμα και ο υπουργός Οικονομικών Timothy Geithner, έχουν κηρύξει τον πόλεμο στις αποζημιώσεις των υψηλόβαθμων στελεχών και σε άλλες υπέρογκες εταιρικές δαπάνες, απαίτησαν λεπτομερή στοιχεία από τις τράπεζες, ενώ την ίδια στιγμή τις υποβάλλουν σε εξονυχιστικούς ελέγχους προκειμένου να διασφαλίσουν ότι θα είναι σε θέση να επιβιώσουν ακόμα και αν οι οικονομικές συνθήκες επιδεινωθούν περαιτέρω.


Στη διαδικασία, η αμερικανική κυβέρνηση υιοθέτησε μια πιο σκληρή και ξεκάθαρη θέση απ’ ό,τι πολλοί περίμεναν: Στις αυτοκινητοβιομηχανίες δόθηκαν αυστηρά χρονοδιαγράμματα αντί της αόριστης σανίδας σωτηρίας που πολλοί περίμεναν ότι η ομοσπονδιακή κυβέρνηση θα παρείχε στις εταιρείες προκειμένου να διασφαλίσει τις δεκάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας που προσφέρουν. Παράλληλα, η κυβέρνηση θα δώσει στη δημοσιότητα ορισμένα από τα στοιχεία που θα προκύψουν από τους ελέγχους που πραγματοποιεί στους ισολογισμούς των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων, αντί να τα κρατήσει κρυφά προκειμένου να προστατέψει τα πιο αδύναμα ιδρύματα.

Όπως θα έκαναν οι μεγαλύτεροι επενδυτές

Ταυτόχρονα, οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι, σε γενικές γραμμές, αποφεύγουν να υιοθετήσουν μια πιο επιθετική γραμμή πολιτικής, όπως φοβόντουσαν ορισμένοι (ή ήλπιζαν κάποιοι άλλοι) παραμένοντας στα καθιερωμένα πρότυπα άσκησης επιρροής που διαθέτουν όλοι οι μεγάλοι επενδυτές σε ό,τι αφορά τους όρους της χρηματοδότησης και τις αλλαγές στο διοικητικό επίπεδο. Το αν αυτή η παρεμβατική, αλλά και μετριοπαθής στάση, αποτελεί ένδειξη της ευρύτερης φιλοσοφίας της κυβέρνησης Ομπάμα ή απλά μια αντίδραση στη χρηματοπιστωτική κρίση και τις πρωτοφανείς οικονομικές συνθήκες που καλείται να αντιμετωπίσει, θα φανεί στο μέλλον.

"Οι αντιδράσεις τους έναντι των εταιρειών αυτών είναι παρόμοιες με των υπόλοιπων μεγάλων επενδυτών όταν καλούνται να διοχετεύσουν κεφάλαια σε εταιρείες", δηλώνει ο Nell Minow, συντάκτης και συνιδρυτής της ανεξάρτητης εταιρείας ερευνών και ανάλυσης The Corporate Library. "Όπου και να στραφείς, είτε είναι η αμερικανική κυβέρνηση, είτε μια ιδιωτική εταιρεία equity firm, ή ο θείος Max, το πρώτο πράγμα που θα πουν είναι ΄εντάξει, αλλά θέλουμε κάποιες αλλαγές", επισημαίνει ο Minow, ο οποίος έχει διατελέσει συνέταιρος για περισσότερο από δέκα χρόνια σε επενδυτικό fund ακτιβιστών επενδυτών. "Με δεδομένη τη δημόσια ευαισθησία για την εμπλοκή της κυβέρνησης, αλλά και τις επιπλοκές από την συνεργασία με τον ιδιωτικό τομέα και το Κογκρέσο, πιστεύω ότι σε γενικές γραμμές κάνουν καλή δουλειά".

Άλλοι ωστόσο θεωρούν ότι οι παρεμβάσεις της κυβέρνησης Ομπάμα απέχουν πολύ από το να χαρακτηριστούν ήπιες – ή από τις επιλογές που έχουν στη διάθεση τους ακόμα και οι μεγαλύτεροι ιδιώτες επενδυτές. Ο Charles Elson, καθηγητής Οικονομικών και επικεφαλής του Weinberg Center for Corporate Governance στο University of Delaware, χαρακτηρίζει τις κυβερνητικές παρεμβάσεις "μία διαδικασία να τεθούν ουσιαστικά υπό κυβερνητικό έλεγχο τα προνόμια των μετόχων".

Προσπερνώντας το διοικητικό συμβούλιο

Ο Elson επισημαίνει ότι ανησυχεί λιγότερο για τις αλλαγές που έχει φέρει η κυβέρνηση Ομπάμα και περισσότερο για τον τρόπο που τις εφαρμόζει. Με την επιρροή της να διογκώνεται σε δυσανάλογα μεγέθη σε σχέση με τα χρήματα που έχει διαθέσει ή με το ποσοστό συμμετοχής της στο μετοχικό κεφάλαιο των εταιρειών που ελέγχει, η κυβέρνηση έχει -στη περίπτωση των αυτοκινητοβιομηχανιών- ουσιαστικά καταργήσει τα διοικητικά συμβούλια στις διοικητικές αλλαγές και στη διαμόρφωση της εταιρικής στρατηγικής. Στη διαδικασία αυτή, έχει επίσης αντικαταστήσει τον στόχο της μεγιστοποίησης της αξίας για τους μετόχους με πολιτικές προτεραιότητες: περιορίζοντας τις αμοιβές στις τράπεζες και στρέφοντας τις αυτοκινητοβιομηχανίες στην παραγωγή πιο φιλικών προς το περιβάλλον οχημάτων.

"Ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών να απολύει τον CEO της GM; Αυτή είναι δουλειά των μετόχων και του διοικητικού συμβουλίου", υπογραμμίζει ο Elson. "Όταν καταργείς παραδοσιακές δομές για να ολοκληρώσεις αυτό που θεωρείς ως νόμιμο στόχο, αλλά με αμφίβολα μέσα, στο τέλος η κοινωνία υποφέρει".

"Ανοησίες", απαντά ο Daniel Alpert, ιδρυτικό στέλεχος της επενδυτικής τράπεζας Westwood Capital. Οι πιστωτές, για παράδειγμα, έχουν κάθε δικαίωμα να ζητούν αλλαγές προκειμένου να διασφαλίσουν τα κεφάλαια τους, περιλαμβανόμενων αλλαγών στη στρατηγική – ιδίως όταν ένας προβληματικός δανειολήπτης ζητά επιπλέον κεφάλαια.

Οι αυτοκινητοβιομηχανίες αποτελούν τέτοιους δανειολήπτες, "που στράφηκαν στην κυβέρνηση και είπαν ΄Ευχαριστούμε για τα χρήματα που μας δανείσατε αλλά δεν φτάνουν – χρειαζόμαστε περισσότερα", αναφέρει χαρακτηριστικά ο Alpert. "Από την πλευρά της η κυβέρνηση απάντησε ΄εντάξει, αλλά με συγκεκριμένες προϋποθέσεις και ορίστε τι χρειάζεται να κάνετε΄".

Και ως ο βασικός μέτοχος στα μεγαλύτερα τραπεζικά ιδρύματα της ψώρας – με ποσοστό 36% στη Citigroup (C) "ποτέ στο παρελθόν δεν υπήρξε μέτοχος με τόσο μεγάλη συμμετοχή (σε μια μεγάλη τράπεζα) από την εποχή του J. Pierpont Morgan", όπως δηλώνει ο Alpert – η κυβέρνηση έχει κάθε λόγο να απαιτεί από τις τράπεζες να χαλιναγωγήσουν τις δαπάνες τους ή να αλλάξουν την στρατηγική τους. Παρομοιάζει τέλος κάποιες από τις σημερινές πρωτοβουλίες με τις εκστρατείες κατά τη δεκαετία του ‘80 που είχαν στόχο να οδηγήσουν ορισμένες εταιρείες στην απόφαση να αποχωρήσουν από τις επενδύσεις του στη Νότιο Αφρική υπό το απαρτχάιντ.

Πράγματι, με κάποιο περίεργο τρόπο, η κυβέρνηση αναλαμβάνει τον ρόλο που ακτιβιστές επενδυτές όπως ο Carl Icahn ζητούν για χρόνια: επιμένει ότι η διοίκηση θα ακούει τα αιτήματα των μετόχων. Απλά σήμερα σε πολλές περιπτώσεις ο μεγαλύτερος μέτοχος είναι η αμερικανική κυβέρνηση.

Για τον Alpert, η πραγματική αποτυχία βρίσκεται στην πλευρά των θεσμικών επενδυτών που έκαναν λίγα για να ελέγξουν τις εταιρείες στις οποίες χορήγησαν δάνεια ή επέλεξαν να επενδύσουν.

"Η άποψη ότι ο μέτοχος που διατηρεί συμμετοχή 30% δεν θα πρέπει να είναι ξεκάθαρος στο να κάνει την άποψη του γνωστή είναι παράλογη", επισημαίνει ο Alpert. "Στην πραγματικότητα, ως φορολογούμενος πολίτης, περιμένω από την κυβέρνηση να ελέγχει με αυστηρότητα τις εταιρείες στις οποίες έχει επενδύσει", συμπληρώνει.

Ο Francis είναι ανταποκριτής του BusinessWeek στο γραφείο της Ουάσινγκτον.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου