Πέμπτη 30 Απριλίου 2009

Βρετανία: Μια νέα χώρα μετά την χρηματοοικονομική κρίση !

Tων Chris Giles και Jean Eaglesham

Μόλις πριν από δύο χρόνια, το Λονδίνο έμοιαζε να αποτελεί το πρότυπο για ένα νέο είδος οικονομίας. Τα εισοδήματα ήταν υψηλά, η ανάπτυξη ισχυρή και μια δεκαετία μετά που οι Εργατικοί μεταρρύθμισαν τα πλαίσια της οικονομικής πολιτικής, ο δαίμων του «Αγγλου ασθενή» της Ευρώπης είχε εξαλειφθεί. Οι τράπεζες ανέπτυσσαν τις δραστηριότητές τους με ταχύ ρυθμό και η απασχόληση αναπτυσσόταν με ρυθμούς -ρεκόρ.


Ηταν ένα πολύ διεγερτικό μείγμα, που εντυπωσίασε τον Νικολά Σαρκοζί, την περίοδο που ήταν ακόμη υποψήφιος για τη γαλλική προεδρία. Στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του, στις αρχές του 2007, στο Λονδίνο, το οποίο αποτελεί την έβδομη μεγαλύτερη πόλη στον κόσμο στην οποία κατοικούν Γάλλοι υπήκοοι, ο κ. Σαρκοζί αναφέρθηκε ζηλόφθονα στην επιτυχία των Βρετανών. Το βρετανικό ΑΕΠ «είναι, τώρα, 10% υψηλότερο από εκείνο της Γαλλίας», παραπονέθηκε?



Η αίσθηση της επιτυχίας του οικονομικού μοντέλου ήταν διάχυτη σε όλο το φάσμα του πολιτικού κόσμου, στο εσωτερικό της χώρας. Ο Γκόρντον Μπράουν, όταν διένυε τις τελευταίες ημέρες του ως υπουργός Οικονομικών, προτού παραιτηθεί για να μετακομίσει στην πρωθυπουργική κατοικία της οδού Ντάουνινγκ, εμφανιζόταν τόσο σίγουρος πως είχε τερματίσει οριστικά την περίοδο των έντονων διακυμάνσεων του οικονομικού κύκλου (boom-and-bust), κάτι που φανέρωνε, όπως ο ίδιος επαναλάμβανε συχνά, την ανωτερότητα της οικονομικής πολιτικής του, έναντι των υπολοίπων εθνών.


Τον Μάρτιο του 2007, όταν παρουσίαζε από του βήματος του Κοινοβουλίου τον νέο προϋπολογισμό διακήρυξε: Πριν από το 1997 βρισκόμαστε στον πάτο της G7 από άποψης κατά κεφαλή εθνικού εισοδήματος, έβδομοι, μετά τη Γερμανία, την Ιταλία, την Γαλλία, τον Καναδά και την Ιαπωνία. Σήμερα, είμαστε δεύτεροι μετά τις ΗΠΑ και μπροστά από όλες τις άλλες χώρες».


Ωστόσο, την προηγούμενη εβδομάδα ο Αλιστερ Ντάρλινγκ, ο διάδοχος του κ. Μπράουν στο υπουργείο Οικονομικών, ετοιμαζόταν να συντάξει το νέο προϋπολογισμό, εν μέσω μιας δριμείας ύφεσης και με τον δημόσιο δανεισμό να έχει εκτοξευθεί σε νέα μεταπολεμικά ρεκόρ.


Η δημοφιλής άποψη είναι ότι η οικονομική επιτυχία δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια ψευδαίσθηση, που οικοδομήθηκε στο χαλαρό σύστημα εποπτείας του χρηματοοικονομικού τομέα, σε ένα πλαίσιο πολιτικής που έμοιαζε να αποδίδει από τύχη, μια έκρηξη της κατανάλωσης που βασίστηκε στην υπερβολική ανάληψη χρέους και στην υπερ-εξάρτηση από τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες που παρέχει το λονδρέζικο Σίτι.


Υστερα από μια τέτοια πτώση, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός πως όταν ο πρόεδρος Σαρκοζί έφθασε, προ ημερών, στο Λονδίνο για να παρευρεθεί στη σύνοδο κορυφής των 20 αναπτυγμένων και αναπτυσσόμενων χωρών του πλανήτη (G20), δήλωσε περιφρονητικά ότι είχε «γυρίσει τη σελίδα» στο κυρίαρχο αγγλοσαξονικό πρότυπο του καπιταλισμού.



Απογοήτευση


Ανάλογο κλίμα επικρατεί και στη Βρετανία. Από την πλευρά της πολιτικής δεξιάς, ο Τζορτζ Οσμπορν, ο σκιώδης υπουργός Οικονομικών των Συντηρητικών δήλωσε, προ ημερών ότι η κοινή γνώμη αισθάνεται «απογοητευμένη, προδομένη και οργισμένη για τα όσα συμβαίνουν στις χρηματοοικονομικές αγορές».


Επικρίνοντας την κυβέρνηση πρόσθεσε πως οι Βρετανοί «έζησαν μια δεκαετία ακούγοντας πως έχουμε φθάσει στο στάδιο μιας χρηματοοικονομικής σταθεροποίησης και ανάπτυξης, για να ανακαλύψουν, ξαφνικά, πως δεν ήταν τίποτε άλλο παρά η εύθραυστη αυταπάτη μιας ευημερίας που βασίστηκε στην ανάληψη χρέους».


Στο εσωτερικό των Εργατικών, η ύφεση εξώθησε στην εκκίνηση ενός ιδεολογικού διαλόγου που αναμένεται να ενταθεί εάν, όπως αναμένεται, χάσουν στις γενικές εκλογές που είναι προγραμματισμένες να διεξαχθούν στα μέσα του επομένου έτους.


Η Αριστερή πτέρυγα του κόμματος καλεί για επιστροφή στην επιβολή πιο υψηλής φορολογίας και στην κεντρικά σχεδιασμένη οικονομία. «Η ύφεση κατέστρεψε τη νεοφιλελεύθερη συνθήκη. Χρειαζόμαστε ένα νέο σοσιαλισμό», είπε ο Τζον Κρούντας, κορυφαίο στέλεχος της Αριστερής πτέρυγας του Εργατικού Κόμματος.


Ευρισκόμενοι, κάπως νευρικά, στη μέση οι υπουργοί της κυβέρνησης προσπαθούν να κρατήσουν «και τον σκύλο χορτάτο και την πίτα ολόκληρη», εκφράζοντας, αφενός, την απέχθειά τους επειδή καλούνται να διασώσουν τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα και αποφασιστικότητα να συντάξουν από την αρχή των κώδικα λειτουργίας τους και αφετέρου, να επιμένουν ότι πολλά συστατικά της βρετανικής επιτυχίας, την τελευταία δεκαετία, εξακολουθούν να ισχύουν.


Ο νέος προϋπολογισμός του βρετανικού κράτους δεν αντιμετωπίζει άμεσα τις μακροπρόθεσμες οικονομικές προοπτικές της χώρας. Η διαχείριση της κρίσης βρίσκεται στην κορυφή της ατζέντας.


Ωστόσο, το ερώτημα για το ποιο θα πρέπει να είναι το βρετανικό οικονομικό μοντέλο, θα διαμορφώσει τον εθνικό διάλογο, τόσο πριν όσο και μετά τη διεξαγωγή των επόμενων γενικών εκλογών. Εντούτοις, προκύπτει ένα μεγάλο πρόβλημα. Ουδείς συμφωνεί για το τι θα απαρτίζει το μοντέλο, το αν τα χαρακτηριστικά του θα στηρίζουν, πράγματι, την ανάπτυξη και το αν η κυβέρνηση θα είχε, ή μπορεί να έχει έναν κυρίαρχο ρόλο στη διαμόρφωση της οικονομίας.


Επιπροσθέτως, τις τελευταίες εβδομάδες, υπήρξε πληθώρα ενδείξεων πως παρά όλες αυτές τις αδυναμίες που προέκυψαν από την υιοθέτηση χαλαρών κανόνων εποπτείας του χρηματοοικονομικού συστήματος, η βρετανική οικονομία δεν επλήγη ιδιαίτερα από την κρίση. Οι τελευταίες προβλέψεις του ΟΟΣΑ δείχνουν πως η συρρίκνωση του βρετανικού ΑΕΠ, το 2009, θα είναι σημαντικά μικρότερη από τον μέσο όρο των υπολοίπων χωρών -μελών της G7 ή του ΟΟΣΑ, ενώ αναμένεται ανάκαμψη των ρυθμών ανάπτυξης εντός του 2010. Επομένως, η βρετανική οικονομία είναι πολύ πιθανό ότι θα αναπτυχθεί με μάλλον περισσότερο δυσδιάκριτους τρόπους, τα αμέσως επόμενα χρόνια, σε σύγκριση με τις απόψεις που επικρατούν στο εσωτερικό της χώρας.


Η αύξηση της απασχόλησης θα πραγματοποιήσει εκ νέου στροφή στον ιδιωτικό τομέα, καθώς ο δημόσιος τομέας θα αρχίσει να συρρικνώνεται, η παραγωγικότητα είναι ενδεχόμενο να συνεχίσει να αναπτύσσεται σταθερά και ο πολιτικός κόσμος θα εμφανιστεί λιγότερο πρόθυμος να διακηρύσσει, ανά τον πλανήτη, την ανάγκη των υπολοίπων χωρών να ακολουθήσουν το παράδειγμα της Βρετανίας?



Η βρετανική οικονομία και τα τρία κακά της μοίρας της...


Οι τρεις βασικές επικρίσεις σε βάρος της βρετανικής οικονομίας, την τελευταία δεκαετία, δηλαδή, η υπερβολική εξάρτησή της από την αγορά κατοικιών, που χαρακτηρίστηκε από την υπέρογκη αύξηση της ανάληψης χρέους, ομοίως στον χρηματοοικονομικό τομέα και ένα πλαίσιο πολιτικής που απέτυχε όταν βρέθηκε σε συνθήκες σκληρής δοκιμασίας, δεν μπορούν να εξηγήσουν εύκολα την παρούσα κρίση.


Πολλοί οικονομολόγοι και πολιτικοί επισημαίνουν τη ραγδαία αύξηση του χρέους των νοικοκυριών, που ανήλθε στο 160% του εισοδήματός τους, ως μια απατηλή δύναμη που στήριζε την οικονομική ανάπτυξη τα τελευταία 12 χρόνια. Ωστόσο, όσο αληθοφανής και αν είναι αυτή η εξήγηση, τα στοιχεία δεν δείχνουν προς μια κατεύθυνση.


Σε αντίθεση με τις ΗΠΑ, η κατανάλωση των νοικοκυριών μειώθηκε ως μερίδιο επί του εθνικού εισοδήματος αυτή τη δεκαετία και το ψαλίδισμα της αναλογίας όσον αφορά στην αποταμίευση των νοικοκυριών, μετά το 2006, αντικατόπτρισε, πρωταρχικά, την άνοδο του κόστους των νοικοκυριών και όχι της κατανάλωσης.


Η αυξημένη ανάληψη χρέους, μεταξύ ορισμένων νοικοκυριών, εξισορροπήθηκε από μιαν αύξηση της συσσώρευσης χρηματοοικονομικών επενδυτικών προϊόντων από άλλα. Ο Μπεν Μπρόντμπεντ, αναλυτής της Goldman Sachs υποστηρίζει πως «ο δανεισμός ήταν απότοκο των υψηλών τιμών των κατοικιών και όχι η αιτία αυτού». Επομένως, το γεγονός ότι καταγράφηκε χαμηλό ποσοστό οικιακής κατανάλωσης υποδηλώνει πως οι δαπάνες των νοικοκυριών μπορούν, ενδεχομένως, να αντέξουν σχετικά ικανοποιητικά, κατά την περίοδο της ύφεσης.


Επιπροσθέτως, αν συμπεριληφθούν και οι εταιρείες, ο ιδιωτικός τομέας στο σύνολό του ουδέποτε διαχειρίστηκε υψηλό έλλειμμα δαπανών έναντι εισοδήματος, αυτή τη δεκαετία, όπως είχε καταγράψει στη διάρκεια των δεκαετιών του ’80 και του ’90.


Επομένως, ενώ είναι εύκολο να ισχυριστεί κανείς ότι το χρέος είναι αυτό που πυροδότησε την προηγούμενη ανάπτυξη της βρετανικής οικονομίας και τα σημερινά δεινά της, κάτι τέτοιο είναι δύσκολο να αποδειχτεί.


Είναι εξίσου προβληματικό να διατυπώσει κανείς σαφή άποψη για την κυριαρχία του λονδρέζικου Σίτι στην οικονομική ανάπτυξη, ως η αιτία για την παλιότερη επιτυχία της Βρετανίας και τα σημερινά δεινά της.


Η υιοθέτηση χαλαρών κανόνων εποπτείας του χρηματοοικονομικού τομέα έχει, ασφαλώς, συμβάλει στη δημιουργία της τραπεζικής κρίσης και πρόκειται να αλλάξει. Ωστόσο, ενώ τα δημόσια οικονομικά δέχτηκαν καίριο πλήγμα από την απώλεια της κερδοφορίας των εταιρειών του χρηματοοικονομικού τομέα, είναι εύκολο να μεγαλοποιήσει, κανείς, τη σημασία του Σίτι για την ευρύτερη οικονομία και για τη δημιουργία πλούτου.


Αν και η οικονομία βασίστηκε έντονα στην παροχή χρηματοοικονομικών υπηρεσιών δεν έχει καταγραφεί σχεδόν καμία αύξηση της απασχόλησης στον τομέα, αλλά μια τεράστια αύξηση σε θέσεις εργασίας που συνδέονται με τις δημόσιες υπηρεσίες.


Η απασχόληση στο οικονομικό κέντρο του Λονδίνου αναλογεί σε λιγότερο από το 1% του συνολικού εργατικού δυναμικού, σε εθνικό επίπεδο. Ο τρίτος λόγος πίσω από τις αδυναμίες που εμφάνισε το βρετανικό μοντέλο ήταν ο εφησυχασμός αξιωματούχων και πολιτικών που πίστευαν ότι είχαν ανακαλύψει το ιδανικό σύστημα μακροοικονομικής διαχείρισης.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου