Η διεύθυνση και η εποπτεία των κατά τόπους εισαγγελιών αποτελεί θέμα που ρυθμίζεται από τον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίου και Δικαστικών Λειτουργών (Ν.1756/1988).
Στο άρθρο 16, ο νόμος αυτός αναφέρει:
1. Την εισαγγελία διευθύνει ο εισαγγελέας, ο οποίος φροντίζει για την εύρυθμη λειτουργία της και έχει αναλογικά και κατά περίπτωση τις αρμοδιότητες που αναφέρονται στην παράγραφο 7 του άρθρου 15. Αν στην ίδια εισαγγελία υπηρετούν περισσότεροι εισαγγελείς τη διεύθυνση ασκεί ο αρχαιότερος.
2. Οι Εισαγγελίες Εφετών Αθηνών και Θεσσαλονίκης διευθύνονται από Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου ή Εισαγγελέα Εφετών και οι Εισαγγελίες Πρωτοδικών Αθηνών, Θεσσαλονίκης και Πειραιά από Εισαγγελέα ή Αντεισαγγελέα Εφετών, οι οποίοι ορίζονται με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου του Αρείου Πάγου, το οποίο συνεδριάζει προς τούτο με δεκαπενταμελή σύνθεση έως το τέλος Σεπτεμβρίου.
3. Η θητεία των ανωτέρω είναι τριετής και αρχίζει την 1η Οκτωβρίου του έτους ορισμού τους και λήγει την 30ή Σεπτεμβρίου του τρίτου μετά τον ορισμό τους έτους. Έως τη λήξη της θητείας τους δεν επιτρέπεται να μετατεθούν, εκτός αν υποβάλουν σχετική αίτηση ή εάν υπέπεσαν σε βαρύ παράπτωμα, για το οποίο έχει ασκηθεί πειθαρχική δίωξη. Σε περίπτωση προαγωγής τους παραμένουν στη θέση τους και ασκούν τα καθήκοντά τους έως τη λήξη της θητείας τους. Αν οι ανωτέρω αδυνατούν να ασκήσουν τα καθήκοντά τους από πρόσκαιρο κώλυμα, αναπληρώνονται από τον αρχαιότερο Εισαγγελέα της οικείας Εισαγγελίας, για τον οποίο δεν συντρέχουν τα κωλύματα της παραγράφου 6 του άρθρου 15. Σε περίπτωση θανάτου, παραίτησης ή εξόδου από την υπηρεσία, κατά οποιονδήποτε τρόπο, ορίζεται αμέσως ο αντικαταστάτης του από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, κατά τα ανωτέρω. Η θητεία αυτού διαρκεί μέχρι το χρόνο λήξεως της θητείας του θανόντος ή παραιτηθέντος ή εξελθόντος από την υπηρεσία. Η παράγραφος 6 του άρθρου 15 εφαρμόζεται αναλόγως.
Οι Εισαγγελείς, που διευθύνουν τις ανωτέρω Εισαγγελίες κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, εξακολουθούν να τις διευθύνουν μέχρι τη λήξη της θητείας τους (30.9.2008).
4. Στις λοιπές εισαγγελίες, στις οποίες υπηρετούν τρείς τουλάχιστον εισαγγελείς, δεν μπορεί να ασκεί τη διεύθυνση εισαγγελίας εισαγγελέας για τον οποίο συντρέχει κώλυμα της παρ. 6 του άρθρου 15.
Στο άρθρο 19 ("Εποπτεία") ο νόμος αναφέρει:
"1. Ασκούν εποπτεία:
α. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης στην διοίκηση της δικαιοσύνης.
β. Ο Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας στα διοικητικά δικαστήρια όλης της Χώρας, τη Γενική Επιτροπεία της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και τις γραμματείες τους και ο Πρόεδρος του Αρείου Πάγου στα πολιτικά και ποινικά δικαστήρια όλης της Χώρας και τις γραμματείες τους.
γ. Ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου στις εισαγγελίες όλης της Χώρας και στις γραμματείες τους.
δ. Ο γενικός επίτροπος της επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων στα δικαστήρια αυτά και στις γραμματείες τους".
ε. Ο πρόεδρος του συμβουλίου ή ο δικαστής που διευθύνει το εφετείο στα δικαστήρια της περιφέρειας του εφετείου και τις γραμματείες τους.
ζ. Ο εισαγγελέας που διευθύνει την εισαγγελία εφετών στις εισαγγελίες και τις γραμματείες της περιφέρειάς της.
η. Ο πρόεδρος του συμβουλίου ή ο δικαστής που διευθύνει το πρωτοδικείο στα δικαστήρια της περιφέρειας του πρωτοδικείου και τις γραμματείες του.
θ. Ο εισαγγελέας που διευθύνει την εισαγγελία πρωτοδικών στους ανακριτικούς υπαλλήλους, δημόσιους κατήγορους, συμβολαιογράφους, φύλακες μεταγραφών, υποθηκών, κτηματολογίων, νηολογίων και υποθηκολογίων πλοίων και αεροσκαφών, ληξιάρχους, υπαλλήλους και επιμελητές της εισαγγελίας πρωτοδικών και τους άμισθους δικαστικούς επιμελητές.
2. Η εποπτεία συνίσταται στην επίβλεψη και στην έκδοση γενικών οδηγιών για την εύρυθμη λειτουργία των υπηρεσιών των δικαστηρίων και των εισαγγελιών.
3. Οποιαδήποτε οδηγία, σύσταση ή υπόδειξη σε δικαστικό λειτουργό για ουσιαστικό ή δικονομικό θέμα σε συγκεκριμένη υπόθεση ή κατηγορία υποθέσεων είναι ανεπίτρεπτη και συνιστά πειθαρχικό αδίκημα.
4. Στην εποπτεία του Υπουργείου Δικαιοσύνης ανήκει και η έκδοση γενικών ενημερωτικών οδηγιών προς τις εισαγγελίες σε σχέση με την εφαρμογή των νομικών μέσων που θεσπίζονται στο πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης και αφορούν τη δικαστική συνεργασία των Κρατών - Μελών στους τομείς της πρόληψης και καταπολέμησης του οργανωμένου εγκλήματος, της εμπορίας και διακίνησης ναρκωτικών της διεθνούς τρομοκρατίας, της σύστασης συμμοριών και εγκληματικών οργανώσεων για τη διάπραξη ανθρωποκτονιών, εμπορίας ανθρώπων και των εγκλημάτων κατά παιδιών, της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, των εγκλημάτων με χρήση μέσων υψηλής τεχνολογίας και του διεθνούς οικονομικού εγκλήματος."
Για την νομική φύση της Εισαγγελίας και την σχέση της με τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, προβλέπει το άρθρο 24 του νόμου:
"1. Η εισαγγελία είναι δικαστική αρχή ανεξάρτητη από τα δικαστήρια και την εκτελεστική εξουσία.
2. Δρα ενιαία και αδιάκριτα και έχει ως αποστολή την τήρηση της νομιμότητας, την προστασία του πολίτη και τη διαφύλαξη των κανόνων της δημόσιας τάξης.
3. Η τοπική αρμοδιότητα της εισαγγελίας συμπίπτει του δικαστηρίου στο οποίο λειτουργεί.
4. Τους εισαγγελικούς λειτουργούς συνδέει σχέση ιεραρχικής εξάρτησης. Προϊστάμενος όλων είναι ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου. Οι εισαγγελικός λειτουργός οφείλει να εκτελεί τις παραγγελίες των προϊσταμένων του. Κατά την εκτέλεση όμως των καθηκόντων του και την έκφραση της γνώμης του ενεργεί αδέσμευτα, υπακούοντας στο νόμο και στην συνείδησή του.
5. Εχουν δικαίωμα να απευθύνουν παραγγελίες, γενικές οδηγίες και συστάσεις σχετικές με την άσκηση των καθηκόντων τους:
α. Ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου προς όλους τους εισαγγελικούς λειτουργούς της Χώρας.
β) Ο εισαγγελέας εφετών και πρωτοδικών, προς τους εισαγγελικούς λειτουργούς, ανακριτικούς υπαλλήλους, δημόσιους κατηγόρους, συμβολαιογράφους, υπαλλήλους εισαγγελίας, φύλακες μεταγραφών, υποθηκών, κτηματολογίων, νηολογιών, υποθηκολογίων πλοίων και αεροσκαφών, ληξιάρχους υπαλλήλους και επιμελητές και άμισθους δικαστικούς επιμελητές, της περιφέρειας της εισαγγελίας εφετών ο πρώτος και πρωτοδικών ο δεύτερος.
6. Αν δεν υπάρχει, απουσιάζει ή κωλύεται ο εισαγγελέας δικαστηρίου, αναπληρώνεται από τους εισαγγελικούς λειτουργούς της οικείας εισαγγελίας κατά τη σειρά της αρχαιότητάς τους και αυτοί από το δικαστή που ορίζει ο προϊστάμενος του δικαστηρίου."
Το περιεχόμενο των αρμοδιοτήτων που έχει ένας εισαγγελέας κωδικοποιείται από το άρθρο 25 του νόμου:
"1. Στην αρμοδιότητα του εισαγγελέα υπάγεται:
α. η διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης,
β. η άσκηση της ποινικής δίωξης,
γ. η διεύθυνση της προανάκρισης,
δ. η εποπτεία και ο έλεγχος των αστυνομικών αρχών αναφορικά με την πρόληψη και τη δίωξη των εγκλημάτων,
ε. η υποβολή προτάσεων στα δικαστικά συμβούλια και τα δικαστήρια,
στ. η άσκηση των ένδικων μέσων,
ζ. η εκτέλεση των ποινικών αποφάσεων και η παροχή συνδρομής για την εκτέλεση εκτελεστών τίτλων,
η. η εποπτεία και ο έλεγχος των σωφρονιστικών καταστημάτων,
θ. ο έλεγχος των δημόσιων κατηγόρων, των συμβολαιογράφων, των φυλάκων μεταγραφών, υποθηκών, νηολογίων, κτηματολογίων, υποθηκολογίων πλοίων και αεροσκαφών, των ληξιάρχων και των υπαλλήλων, επιμελητών και άμισθων δικαστικών επιμελητών,
ι. ό,τι άλλο ο νόμος ορίζει.
2. Οι εισαγγελείς γνωμοδοτούν σε νομικά ζητήματα, που δεν έχουν εισαχθεί στα δικαστήρια, όταν τους υποβάλλουν ερωτήματα που αντιμετωπίζουν στην εκτέλεση των καθηκόντων τους:
α. όσοι αναφέρονται στο προηγούμενο άρθρο παράγραφος 5β,
β. οι υπηρεσίες του δημοσίου και των νομικών προσώπων δημόσιου δικαίου σχετικά με την ερμηνεία και εφαρμογή του ποινικού νόμου.
Ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου γνωμοδοτεί και σε νομικά ζητήματα γενικότερου ενδιαφέροντος.
3.Οι εισαγγελείς βεβαιώνουν την ιδιότητα και το γνήσιο της υπογραφής των εισαγγελικών λειτουργών και υπαλλήλων της εισαγγελίας τους. Ο εισαγγελέας πρωτοδικών βεβαιώνει επίσης την ιδιότητα και το γνήσιο υπογραφής των προσώπων που αναφέρονται στο προηγούμενο άρθρο παράγραφος 5β.
4. Ο εισαγγελέας πρωτοδικών:
α) έχει δικαίωμα να συνιστά σε όσους φιλονικούν να αποφύγουν της τέλεση αξιόποινων πράξεων και να επιδιώξουν την ειρηνική λύση της διαφοράς τους,
β) δικαιούται να παραγγέλλει στις υπηρεσίες του δημοσίου, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, των οργανισμών κοινής ωφέλειας και όλων γενικά των επιχειρήσεων του δημόσιου τομέα, να παραδώσουν έγγραφα ή να χορηγήσουν αντίγραφά τους, όταν το ζητήσουν νομικά ή φυσικά πρόσωπα που έχουν δικαίωμα ή έννομο συμφέρον, εκτός αν πρόκειται για έγγραφα από αυτά που αναφέρονται στο άρθρο 261 του Κ.Π.Δ"
Από όλα τα παραπάνω προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου έχει μια ευρύτατη εποπτική και ιεραρχική αρμοδιότητα επί των εισαγγελέων όλης της χώρας και μπορεί να τους ζητάει να κάνουν πράγματα, χωρίς όμως αυτοί να υποχρεούνται -λόγω της θεσμικής ανεξαρτησίας τους- να υπακούσουν στις οδηγίες του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου