Τετάρτη 18 Μαρτίου 2009

Το θέμα δεν είναι επιτήρηση ή όχι, αλλά η έξοδος από την κρίση .

Με δεδομένα τα σημερινά προβλήματα, το θέμα δεν είναι επιτήρηση ή όχι, αλλά η έξοδος από την κρίση, εκτιμά ο καθηγητής στο τμήμα Χρηματοοικονομικής και Τραπεζικής Διοικητικής Πανεπιστημίου Πειραιώς και οικονομικός σύμβουλος του ομίλου Eurobank EFG, κ. Γκίκας Χαρδούβελης.
Σε συνέντευξη που παραχώρησε για το kerdos.gr, στη Γιώτα Ηλιού, ο κ.Γκίκας Χαρδούβελης,
τονίζει μάλιστα ότι αν η χώρα μας έχει να επιλέξει ανάμεσα στην υπέρβαση του ορίου και την αποφυγή της ύφεσης, θα πρέπει να επιλέξει το δεύτερο.
Επισημαίνει, επίσης ότι η απαισιοδοξία των αγορών για τη μακροπρόθεσμη προοπτική της ελληνικής οικονομίας είναι μεν ορθή, αλλά υπερβολική.
Ενστερνίζεται τις αυστηρές και επώδυνες προτάσεις του ΟΟΣΑ, αλλά επισημαίνει τα τρία πλεονεκτήματα που έχει η ελληνική οικονομία έναντι άλλων ευρωπαϊκών.
Δεν «βλέπει» μηδενικά επιτόκια από την ΕΚΤ, ενώ υπερασπίζεται ότι η έξοδος από την κρίση θα έρθει αφού πρώτα ανακάμψουν οι ΗΠΑ και θα είναι μάλλον στη διάρκεια του 2010 και αυτό αποτελεί το αισιόδοξο σενάριο.
Στην ερώτηση για το εάν πρόκειται να δούμε εθνικοποιήσεις τραπεζών στη χώρα μας, απαντά: «Οπωσδήποτε όχι, τουλάχιστον για τις μεγάλες τράπεζες».
Για τo βαλκανικό growth story των ελληνικών εταιρειών και την ύφεση, δηλώνει αισιόδοξος για την πορεία τους και πιστεύει ότι παρά τις προσωρινές δυσκολίες, οι ελληνικές επιχειρήσεις μακροπρόθεσμα, έκαναν πολύ καλά και βρίσκονται εκεί.

Διαβάστε αναλυτικά τη συνέντευξη:
Ερ: Οι Βρυξέλλες αποφασίζουν εάν τελικά θα τεθεί η ελληνική οικονομία ή όχι σε καθεστώς επιτήρησης. Σήμερα ή αργότερα. Ποια η σημασία της; Ποια είναι η δική σας άποψη;

Από τότε που μπήκαμε στην ΟΝΕ και με τα αναθεωρημένα στοιχεία της απογραφής του 2004, μόνο μία χρονιά είχαμε δημοσιονομικό έλλειμμα κάτω από το 3%, το 2006. Για το 2009 δεν θα υπάρξει ιδιαίτερο πολιτικό πρόβλημα αν το έλλειμμα υπερβεί ακόμα και το 5% του ΑΕΠ, επειδή πολλές χώρες θα υπερβούν το όριο. Μάλιστα πιστεύω ότι, βραχυπρόθεσμα το 2009, αν έχουμε να επιλέξουμε ανάμεσα στην υπέρβαση του ορίου και την αποφυγή της ύφεσης, θα πρέπει να επιλέξουμε την αποφυγή της ύφεσης επειδή μια ύφεση θα μπορούσε να οδηγήσει σε στασιμότητα διαρκείας και σε μια πραγματική απόκλιση από την παλαιά Ευρώπη των 15, όταν, σε αντιδιαστολή με μας, με το τέλος της ευρωπαϊκής ύφεσης, οι υπόλοιπες χώρες θα αναπτύσσονται.
Συνεπώς, επιτήρηση ή όχι, το πρόβλημα παραμένει. Το πρόβλημα δεν είναι οι Βρυξέλλες.
Το πρόβλημα είναι μακροπρόθεσμο και σε αυτό επικεντρώνονται οι αγορές σήμερα, οι οποίες απαιτούν 2,5 με 3 ποσοστιαίες μονάδες επιτοκίου παραπάνω από το αντίστοιχο επιτόκιο της Γερμανίας για να δανείσουν στο ελληνικό Δημόσιο:
Είναι η έλλειψη ανταγωνιστικότητας της οικονομίας (βλέπε τεράστια ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών) και το μεγάλο δημόσιο χρέος της. Μάλιστα, το χρέος αυτό αναμένεται στο μέλλον να αυξηθεί, αφού οι δημοσιονομικές πιέσεις θα είναι έντονες, λόγω της υπογεννητικότητας και του γεγονότος ότι τα ασφαλιστικά Ταμεία δεν θα έχουν τα έσοδα που έχουν σήμερα.
Παρενθετικά να αναφέρω ότι η απαισιοδοξία των αγορών για τη μακροπρόθεσμη προοπτική της ελληνικής οικονομίας είναι μεν ορθή, αλλά υπερβολική.
Για παράδειγμα, η διαφορά επιτοκίων με τη Γερμανία στα 5-ετή ομόλογα, υποδηλώνει πιθανότητα 20% χρεοκοπίας του ελληνικού Δημοσίου μέσα στην επόμενη πενταετία!
Εφόσον η πιθανότητα αυτή δεν ευσταθεί, τα ομόλογα αποτελούν μια ελκυστική επενδυτική επιλογή. Ερ: Ενστερνίζεστε τις αυστηρές και επώδυνες προτάσεις του ΟΟΣΑ, αλλά και άλλων οίκων για τη χώρα μας;
Ναι για ορισμένες από τις προτάσεις, ιδιαίτερα αυτές που επικεντρώνονται στην ανάγκη για διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών, όπου επικρατούν πολλά ολιγοπώλια. Δεν επιτρέπεται σταθερά κάθε μήνα μετά την είσοδό μας στην Ευρωζώνη, ο ελληνικός πληθωρισμός να είναι υψηλότερος από το μέσο πληθωρισμό της Ευρωζώνης.
Τα στοιχεία φωνάζουν, αλλά και ο κόσμος φωνάζει.
Στο θέμα των συντάξεων, επίσης, πρέπει να κάνουμε κάτι, αυτά αποτελούν απλή αριθμητική.
Όταν η δική μας η γενιά πάει στη σύνταξη, τους συνταξιούχους θα τους υποστηρίζουν πολλοί λιγότεροι εργαζόμενοι.
Πρέπει να φτιαχτεί ένα σύστημα, που ανάμεσα στα άλλα, να παρέχει και φορολογικά κίνητρα ώστε εμείς οι ίδιοι να αρχίζουμε να αποταμιεύουμε για το μέλλον μας. Διότι το κράτος το ίδιο, το βλέπω δύσκολο να μπορεί να αντεπεξέλθει.
Ερ: Πως βλέπετε την ελληνική οικονομία στην παρούσα οικονομική συγκυρία;
Στην Ελλάδα η ύφεση έρχεται σταδιακά. Ήδη οι λιανικές πωλήσεις πέφτουν, ο δανεισμός έχει μειωθεί, η ναυτιλία και ο τουρισμός πλήττονται, η οικοδομική δραστηριότητα παραμένει στάσιμη και το οικονομικό κλίμα επιδεινώνεται.
Επιχειρήσεις και νοικοκυριά φοβούνται για το μέλλον και αναβάλλουν τις μεγάλες δαπάνες τους. Αυτά δείχνουν τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, που παρέχονται μέσω του ΙΟΒΕ.
Ο κίνδυνος για μείωση των επενδύσεων είναι, επίσης, πολύ μεγάλος και το Δημόσιο πρέπει να ενισχύσει τις δικές του επενδύσεις, να αναστρέψει δραστικά δηλαδή την κατεύθυνση για μείωση των δημόσιων επενδύσεων που είχε παρουσιάσει νωρίτερα στον Προϋπολογισμό του Δεκεμβρίου, ιδιαίτερα μετά την εκδηλωθείσα προθυμία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να αυξήσει το ποσό των προκαταβολών για το ξεκίνημα πολλών έργων του ΕΣΠΑ.
Η ύφεση, βεβαίως, δεν είναι τόσο μεγάλη ακόμα όσο είναι στην υπόλοιπη Ευρώπη, αφού έρχεται με καθυστέρηση για μια σειρά από λόγους.
Πρώτον, η ύφεση είναι αποτέλεσμα μιας εξωτερικής διαταραχής στο χρηματοοικονομικό τομέα που ξεκίνησε τον Αύγουστο του 2007. Η διαταραχή ξεκίνησε στον εξω-τραπεζικό τομέα των ΗΠΑ, μετακινήθηκε στον τραπεζικό τομέα της, στη συνέχεια τον Οκτώβριο του 2008 με την επιδείνωσή της, ήρθε έντονα στην Ευρώπη και τώρα έρχεται και σε εμάς μέσω του ιδιαίτερα αυξημένου κόστους χρήματος και των υψηλότερων επιτοκίων. Οι ελληνικές τράπεζες για ένα μεγάλο διάστημα μετά τον Αύγουστο του 2007 απορρόφησαν το αυξημένο κόστος χρήματος από τα κέρδη τους και δεν το μετέφεραν στους πελάτες τους. Στην Ελλάδα δεν είδαμε χρεοκοπίες τραπεζών.
Σταθήκαμε τυχεροί, με άλλα λόγια, διότι η παγκόσμια ύφεση προέρχεται από ένα χώρο όπου η Ελλάδα διαθέτει ισχυρό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα.
Δεύτερον, η ύφεση στην Ελλάδα καθυστερεί διότι είμαστε μια σχετικώς κλειστή οικονομία, δεν βασιζόμαστε τόσο στις εξαγωγές. Άρα η διεθνής πτώση στην οικονομική δραστηριότητα, μας επηρεάζει μεν, αλλά όχι τόσο όσο επηρεάζει τη Γερμανία, την Ιρλανδία ή την Ιαπωνία, ή άλλες χώρες με μεγάλο εξαγωγικό τομέα.
Τρίτον, η κατανάλωση, η οποία αντιστοιχεί στο 71% της οικονομικής δραστηριότητας, «κρατιέται» ακόμα, επειδή οι πραγματικοί μισθοί διατηρούνται και μάλιστα αυξάνονται μέσα στο 2009, καθώς οι ονομαστικοί μισθοί στον ιδιωτικό τομέα, καθορίστηκαν με τη διετή σύμβαση, πριν από μισό χρόνο περίπου, ενώ ταυτόχρονα ο πληθωρισμός υποχωρεί.
Τέταρτον, το γεγονός ότι έχουμε ένα μεγάλο Δημόσιο τομέα και οι απολύσεις δεν γίνονται τόσο εύκολα, αυτό δηλαδή που ο ΟΟΣΑ και οι άλλοι μας έλεγαν ότι είναι κακό μακροπρόθεσμα, αποδεικνύεται ότι σε μία περίοδο ύφεσης προστατεύει ώστε η ύφεση να μην είναι τόσο μεγάλη. Τέλος, ένα πέμπτο θετικό στοιχείο για την ελληνική οικονομία, είναι ότι δεν έχουμε καθετοποιημένους τομείς της οικονομίας, όπως για παράδειγμα η αυτοκινητοβιομηχανία στη Γερμανία, ώστε να δεχόμαστε απότομο πλήγμα.
Ερ: Ο τουρισμός σε τέτοιες περιπτώσεις πλήττεται περισσότερο;
Η τουριστική δραστηριότητα, όπως και το διεθνές εμπόριο, είναι ευαίσθητα στην παγκόσμια ύφεση, πέφτουν πολύ περισσότερο από την πτώση του διεθνούς ΑΕΠ. Εφόσον η ανεργία ανεβαίνει στην Ευρώπη, από όπου έρχονται οι περισσότεροι τουρίστες μας, και τα περισσότερα ξενοδοχεία μας έχουν τρία ή λιγότερα αστέρια και συνεπώς δεν προσελκύουν τους πλουσίους, η επίδραση στον ελληνικό τουρισμό θα είναι μεγάλη.
Ήδη τα στοιχεία του Φεβρουαρίου δείχνουν πτώση 20%. Βέβαια εμείς δεν έχουμε χειμερινό τουρισμό, αλλά η σημερινή πτώση είναι ενδεικτική του τι αναμένεται να συμβεί το καλοκαίρι. Το βλέπουμε στις κρατήσεις και δεν είναι μόνο οι κρατήσεις στα ξενοδοχεία, είναι και στις μεταφορές και γενικότερα στο σύνολο της τουριστικής δραστηριότητας.
Ελπίζουμε ότι ο εσωτερικός τουρισμός δεν θα μειωθεί στον ίδιο βαθμό ώστε η τελική μείωση στον κλάδο να μην είναι πολύ μεγάλη.
Ερ: Να περιμένουμε «μαύρο Σεπτέμβρη» στην ελληνική οικονομία;
Τον Σεπτέμβριο οι περισσότεροι από εμάς θα παρατηρήσουμε την περιρρέουσα οικονομική στασιμότητα, την οποία οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι έχουν δει από το τελευταίο τρίμηνο του 2008. Θα έχουν τότε τελειώσει οι διακοπές του καλοκαιριού, δεν αναμένεται να έχουν έρθει τόσοι πολλοί ξένοι και δεν θα έχει κυκλοφορήσει το χρήμα. Άρα θα το αισθανθούμε περισσότερο.
Ερ: Η ολοκλήρωση του πρώτου τριμήνου του 2009 μας έφερε περαιτέρω μικρή αποκλιμάκωση των επιτοκίων παρέμβασης της ΕΚΤ. Θα δούμε μηδενικά επιτόκια;
Το 2009 είναι μια χρονιά που τα επιτόκια θα πέσουν σε σχέση με το 2008 και έχουμε ήδη δει το επιτόκιο της ΕΚΤ να υποχωρεί από 4,25% το καλοκαίρι του 2008 στο 1,5% σήμερα. Μάλιστα, εφόσον τελικά η κρίση αρχίσει σιγά-σιγά να «ξεφουσκώνει», τότε και τα ασφάλιστρα κινδύνου για το ελληνικό δημόσιο και τις ιδιωτικές επιχειρήσεις θα πέσουν. Μηδενικά επιτόκια από την ΕΚΤ, πάντως, δεν βλέπω. Η ΕΚΤ δηλώνει ότι δεν πρέπει να τα ρίξει κάτω από το 1% και απόψεις που να πλησιάζουν τις απόψεις της Fed για μηδενικά επιτόκια, αποτελούν ακόμα τη μειονοψηφία στην Φρανκφούρτη.
Ερ: Πότε τοποθετείτε χρονικά την έξοδο της Ευρωζώνης από την ύφεση;
Η έξοδος θα έρθει αφού πρώτα ανακάμψουν οι ΗΠΑ και θα είναι μάλλον στη διάρκεια του 2010, αλλά η αβεβαιότητα για την ημερομηνία είναι πολύ μεγάλη και κρέμεται ως δαμόκλειος σπάθη στο διεθνές στερέωμα. Η αβεβαιότητα οφείλεται στο γεγονός ότι δεν ξέρουμε πότε η χρηματοοικονομική κρίση θα λήξει επειδή η ρίζα του κακού είναι ακόμα μαζί μας.
Οι προβλέψεις που γίνονται ότι οι οικονομίες θα ανακάμψουν το 2010 είναι παρακινδυνευμένες και αποτελούν το αισιόδοξο σενάριο. Όσο οι τιμές των περιουσιακών στοιχείων συνεχίζουν να πέφτουν, όσο οι τραπεζικές απομειώσεις - δηλαδή απώλειες - αυξάνονται (σήμερα βρίσκονται στα 1,1 τρισ. δολ. και να αναμένεται τουλάχιστον να διπλασιαστούν), όσο υπάρχει παντελής έλλειψη εμπιστοσύνης και οι τράπεζες αρνούνται να δανείσουν η μία την άλλη, και όσο οι αμερικανικές αρχές παραμένουν διστακτικές και αναποφάσιστες για τι θα κάνουν με το τραπεζικό τους σύστημα, είναι πολύ δύσκολο να μιλήσει κανείς για το τέλος της χρηματοοικονομικής κρίσης.
Σας θυμίζω ότι στη δεκαετία του 1930 η κρίση τελείωσε μόνον με το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Δεν είμαι, βεβαίως, τόσο απαισιόδοξος, διότι πιστεύω ότι η εμπειρία της χαμένης αυτής δεκαετίας, καθώς και η εμπειρία με την τραπεζική κρίση στην Ιαπωνία από το 1992 έως το 2002 μας έχουν δώσει χρήσιμα διδάγματα.
Ερ: Τι πρέπει να γίνει σήμερα διεθνώς από πλευράς οικονομικής πολιτικής;
Όλοι συμφωνούν ότι σήμερα πρέπει να ακολουθηθεί μια επεκτατική δημοσιονομική πολιτική από όλες τις χώρες. Η σημερινή διαφωνία μεταξύ ΗΠΑ και Ευρώπης είναι στο μέγεθός της. Όλοι συμφωνούν, επίσης, ότι δεν πρέπει να ενισχυθεί ο προστατευτισμός, αλλά στην πράξη γίνεται σχεδόν από όλους. Και όλοι προσπαθούν να ενισχύσουν το τραπεζικό τους σύστημα, αλλά με διφορούμενα αποτελέσματα.
Το κύριο πρόβλημα βρίσκεται στις ΗΠΑ, όπου οι αρχές ανακοίνωσαν ότι θα κάνουν κάποια «στρες τεστ» στις 20 μεγαλύτερες τράπεζες ώστε να ανακαλύψουν τη βιωσιμότητά τους. Όμως καθυστερούν, ενώ τα μηνύματα για τη σοβαρότητα της προσπάθειας είναι διφορούμενα. Πρέπει κατά τη γνώμη μου, μετά το στρες τεστ, οι μεγάλες τράπεζες των ΗΠΑ να διαχωριστούν σε τουλάχιστον 3 κατηγορίες ανάλογα με το πόσο κοντά βρίσκονται στη χρεοκοπία και να παρθούν διαφορετικές αποφάσεις ανά κατηγορία.
Στις καλές τράπεζες χαμηλού ρίσκου, να συνεχιστεί η πολιτική ενίσχυσης της κεφαλαιακής τους επάρκειας, κυρίως με προνομιούχες μετοχές.
Στις τράπεζες μεσαίου ρίσκου που βρίσκονται κοντά στη χρεοκοπία, να ακολουθηθεί πολιτική ολικής ή μερικής πώλησής τους.
Στις κακές τράπεζες υψηλού ρίσκου, να ακολουθηθεί πολιτική προσωρινής κρατικοποίησης και αλλαγής του μάνατζμεντ.
Το ζήτημα της μελλοντικής εποπτείας και ελέγχου δεν είναι επείγον, αλλά στη «βράση κολλάει το σίδερο». Αυτή τη στιγμή τα οικονομικά συμφέροντα που οδήγησαν στην κρίση τις ΗΠΑ βρίσκονται σε άμυνα και κατά συνέπεια είναι ευκαιρία να φτιαχτεί ένα σωστό εποπτικό πλαίσιο γρήγορα, έστω και αν, υπό την άμεση επίδραση της εξελισσόμενης κρίσης στον πληθυσμό, το πλαίσιο αυτό αναμένεται να είναι περισσότερο του δέοντος περιοριστικό. Στη συνέχεια μπορεί να ελαφρυνθεί.
Ερ: Βλέπετε εθνικοποιήσεις τραπεζών στη χώρα μας;
Οπωσδήποτε όχι, τουλάχιστον για τις μεγάλες τράπεζες. Μάλιστα, αν συγκρίνει κανείς τα στοιχεία των ισολογισμών του 2008, στα μέσα της χρονιάς, όλων των μεγάλων ευρωπαϊκών τραπεζών, θα δει ότι οι ελληνικές τράπεζες είχαν τη μεγαλύτερη κεφαλαιακή βάση. Δηλαδή, ο λόγος: ίδια κεφάλαια προς ενεργητικό, ήταν της τάξεως του 7,5%, ο υψηλότερος όλων των χωρών στην Ευρώπη. Οι ελληνικές τράπεζες υπήρξαν συντηρητικές. Ακολούθησαν το μοντέλο της παραδοσιακής τραπεζικής. Δεν έκαναν επενδύσεις σε τοξικά προϊόντα και σήμερα, ενόψει της κρίσης, αυξάνουν τις προβλέψεις τους ώστε να παραμείνουν ασφαλείς και υγιείς και στο μέλλον. Τα όποια προβλήματα ακούμε για τις τράπεζες το τελευταίο δίμηνο είναι επειδή έχουν επεκταθεί στα Βαλκάνια. Εκεί τα δάνεια που έχουν δοθεί είναι περισσότερα από τις καταθέσεις.
Έτσι, στο παρελθόν για να χρηματοδοτήσουν τη δραστηριότητά τους στην ευρύτερη περιοχή, οι ελληνικές τράπεζες αναγκάζονταν να δανείζονται το υπόλοιπο ποσό που χρειάζονταν από τη διατραπεζική αγορά. Σήμερα, με την έλλειψη ρευστότητας που επικρατεί, χρησιμοποιούν ως αντισυμβαλλόμενο την ίδια την ΕΚΤ.
Ερ: Τo βαλκανικό growth story των ελληνικών εταιρειών και η ύφεση. Που εστιάζουν πλέον οι ελληνικές επιχειρήσεις;
Βραχυπρόθεσμα, οι χώρες των Βαλκανίων αντιμετωπίζουν ισχυρές πιέσεις. Οι χώρες αυτές ακολούθησαν ένα υπόδειγμα ανάπτυξης, που οδήγησε σε υπέρ-κατανάλωση, γρήγορη αύξηση του δανεισμού, γρήγορη αύξηση του βιοτικού επιπέδου και σε υψηλά ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών.
Έτσι, σήμερα, εκτός από το κοινό πρόβλημα μείωσης των εξαγωγών, που αντιμετωπίζουν όλες οι χώρες διεθνώς, έχουν και τον πονοκέφαλο της χρηματοδότησης του εξωτερικού τους χρέους - που είναι ιδιωτικό και όχι δημόσιο - καθώς και του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών.
Συνεπώς, πολλές από αυτές τις χώρες θα χρειαστούν τη χρηματοοικονομική βοήθεια του ΔΝΤ ή της ΕΕ.
Ένα δεύτερο πρόβλημα θα είναι η πτώση των ρυθμών αύξησης της πιστωτικής επέκτασης. Αυτή, όμως, δεν θα επιφέρει τόσο δραματικά αποτελέσματα, όπως στην περίπτωση των Βαλτικών χωρών. Εκεί, το 2007 οι σουηδικές τράπεζες σταμάτησαν απότομα τη χορήγηση δανείων και οι οικονομίες κατέρρευσαν. Στην περιοχή των Βαλκανίων, η ευαισθησία των οικονομιών στην πιστωτική επέκταση είναι στο 1/3 της ευαισθησίας στις Βαλτικές χώρες.
Τέλος, ένα τρίτο πρόβλημα προέρχεται από την πιθανή υποτίμηση των νομισμάτων, η οποία επιφέρει αύξηση των τοκοχρεολυσίων και του πιστωτικού κινδύνου.
Βεβαίως, όλες οι παραπάνω πιέσεις και τα προβλήματα δεν πρέπει να εκπλήσσουν. Η ιστορική εμπειρία δείχνει ότι οι αναδυόμενες σε σχέση με τις αναπτυγμένες οικονομίες, έχουν υψηλότερο ρυθμό ανάπτυξης συνοδευόμενο, όμως, από υψηλότερη διακύμανση της οικονομικής δραστηριότητας.
Επιπλέον, στην περίπτωση των Βαλκανίων και της Νέας Ευρώπης γενικότερα, υπάρχει και ένα επιπρόσθετο θετικό στοιχείο που ενισχύει την μακροχρόνια αναπτυξιακή πορεία τους. Το στοιχείο αυτό είναι η ύπαρξη της ΕΕ και της ΟΝΕ ως άγκυρες-στόχοι και σημεία αναφοράς της οικονομικής πολιτικής τους.
Οι πολιτικοί στις χώρες αυτές ξέρουν ότι για να ανεβάσουν το βιοτικό επίπεδο του πληθυσμού, πρέπει να ακολουθήσουν συγκεκριμένη οικονομική πολιτική, η οποία δεν υποτάσσεται σε καιροσκοπικές επιδιώξεις του εκλογικού κύκλου.
Το στοιχείο αυτό με κάνει αισιόδοξο για την πορεία τους.
Έτσι, πιστεύω ότι παρά τις προσωρινές δυσκολίες, οι ελληνικές επιχειρήσεις μακροπρόθεσμα, έκαναν πολύ καλά και βρίσκονται εκεί.
kerdos

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου