Παρασκευή 20 Μαρτίου 2009

Η διαφθορά στο απυρόβλητο

Ατιμώρητοι παραμένουν οι εννέα στους δέκα επίορκους υπαλλήλους του Δημοσίου
Δ. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ

Μπορεί ο γενικός επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης κ. Λέανδρος Ρακιντζής, ως επικεφαλής ενός πολύπλοκου κατασταλτικού μηχανισμού σε ολόκληρο το εύρος του Δημοσίου, να στέλνει «σκαστές» υποθέσεις διαφθοράς στον αρμόδιο εισαγγελέα ή να ασκεί ο ίδιος πειθαρχικές διώξεις, αλλά οι επίορκοι υπάλληλοι που εμπλέκονται σε αυτές παραμένουν ατιμώρητοι.
Είναι ενδεικτικό ότι σύμφωνα με τα στοιχεία του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου μόνο ο ένας στους 10 υπαλλήλους που παραπέμπονται για υποθέσεις διαφθοράς οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα ακόμη και τη διασπάθιση δημοσίου χρήματος ή και παραβάσεις του κοινού ποινικού κώδικα, όπως απόπειρες βιασμών ή διακίνηση πορνογραφικού υλικού, τιμωρείται με οριστική παύση και εκδιώκεται από τις υπηρεσίες του Δημοσίου.
Ο αριθμός τους ως σήμερα δεν υπερβαίνει τους 220. Στη συντριπτική τους πλειονότητα οι επίορκοι λειτουργοί, οι οποίοι εκμεταλλεύονται τα παραθυράκια της υφιστάμενης πειθαρχικής διαδικασίας και αξιοποιούν την κακώς εννοούμενη «συναδελφική αλληλεγγύη», παραδίδονται «λευκοί» στην κοινωνία.
Ως εκ τούτου ο υφυπουργός Εσωτερικών κ. Χρ.Ζώης , ο οποίος κατ΄ εντολήν του κ. Πρ.Παυλόπουλου παρακολουθεί τη σχετική διαδικασία, ύστερα από προτάσεις των επικεφαλής του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου, επιχειρεί εκ νέου να αναστηλώσει το τρωθέν κύρος της απονομής δικαιοσύνης στο Δημόσιο με επανεξέταση της όλης διαδικασίας άσκησης ελέγχου.

Με σχετική απόφασή του υπενθυμίζει ότι επήλθε τροποποίηση του άρθρου 141 του Υπαλληλικού Κώδικα (Ν. 3528/2007), έτσι ώστε η άσκηση ένστασης κατά των αποφάσεων των πειθαρχικών συμβουλίων να μην αναστέλλει την εκτέλεση της πειθαρχικής απόφασης, με εξαίρεση τις πειθαρχικές ποινές της προσωρινής και οριστικής παύσης ή του υποβιβασμού.
Η απόφαση αυτή ελήφθη γιατί διαπιστώθηκε ότι ακόμη και στις περιπτώσεις που επιβάλλεται στους επίορκους υπαλλήλους στέρηση αποδοχών ή επιβολή προστίμου, η σχετική απόφαση δεν εφαρμόζεται, καθώς ασκείται έφεση επί της απόφασης, με αποτέλεσμα οι υπηρεσίες να μην παρακρατούν το αντίτιμο της ποινής, ώσπου να επέλθει και τυπική παραγραφή του αδικήματος.
Το ίδιο συμβαίνει και για τις ποινές της προσωρινής παύσης, στις οποίες, αν και οι υπάλληλοι απομακρύνονται προσωρινά από την υπηρεσία τους, τους καταβάλλονται κανονικά οι αποδοχές τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι στα πέντε χρόνια λειτουργίας του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου (1.1.2003-30.12.2008) εξετάστηκαν 1.485 ενστάσεις, οι οποίες ασκήθηκαν τόσο από τους διωκόμενους υπαλλήλους όσον και υπέρ της διοίκησης, κυρίως από τον γενικό επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης κ. Λέανδρο Ρακιντζή, ο οποίος έκρινε ότι οι ποινές που είχαν επιβληθεί πρωτοδίκως ήταν επιεικείς.
Μετά την επανεξέταση μόνο 196 υπάλληλοι τιμωρήθηκαν με οριστική παύση, ενώ σε ορισμένους επιβλήθηκαν μικρότερες ποινές, όπως προσωρινή παύση από έξι ως τρεις μήνες, υποβιβασμός, στέρηση του δικαιώματός τους για προαγωγή και πρόστιμο αποδοχών από 10 ημέρες ως και τρεις μήνες.
Γεγονός είναι πάντως ότι στη συντριπτική τους πλειονότητα αθωώθηκαν ή δεν τιμωρήθηκαν για τυπικούς λόγους, όπως είναι η παραγραφή του αδικήματος, που αποτελεί και συνήθη πρακτική στη διαδικασία απονομής Δικαιοσύνης. Οταν δηλαδή η υπόθεση φθάνει να εκδικαστεί σε δεύτερο βαθμό, έχει παραγραφεί.
Το ίδιο βεβαίως συμβαίνει και στα ποινικά δικαστήρια, όπου παραπέμπονται συνήθως οι δημόσιοι υπάλληλοι, μετά και την άσκηση πειθαρχικών διώξεων. Το τραγικό όμως είναι ότι ακόμη και για εκείνους που τιμωρούνται πρωτοδίκως μια ένσταση είναι αρκετή, ώστε να μην καταβάλουν ούτε καν το χρηματικό πρόστιμο που συνεπάγεται η τιμωρία ή να μη στερηθούν ούτε για μία ημέρα τις αποδοχές τους.
Το "ΒΗΜΑ"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου