Τρίτη 21 Μαρτίου 2017

Και ξαφνικά μας προέκυψε ξανά κίνδυνος νέων μέτρων το 2017 λόγω ύφεσης

Η εμπλοκή στα δημοσιονομικά για το 2018 είναι το νέο πεδίο σοβαρών διαφωνιών που ανέκυψε αιφνιδίως κατά το χθεσινό Eurogroup και έθεσε σε συναγερμό την κυβέρνηση και τους δανειστές το βράδυ στις Βρυξέλλες.
Η βαθιά ύφεση της οικονομίας στο τελευταίο τρίμηνο της προηγούμενης χρονιάς και οι ενδείξεις καθίζησης στο πρώτο τρίμηνο του 2017 επανέφεραν στην πρώτη γραμμή της διαπραγμάτευσης θέμα...
πιθανού δημοσιονομικού εκτροχιασμού σε σχέση με τους στόχους της επόμενης χρονιάς (πρώτο έτος με πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ) και άνοιξαν την συζήτηση για την λήψη πρόσθετων εισπρακτικών μέτρων ακόμη και εντός του 2017.
Σύμφωνα με πληροφορίες του Liberal, τα τεχνικά κλιμάκια των δανειστών μετέφεραν χθες στους υπουργούς Οικονομικών της ευρωζώνης έντονη ανησυχία για το βάθος της ύφεσης των δύο τελευταίων τριμήνων στην Ελλάδα με αποτέλεσμα να χτυπήσει καμπανάκι για την πορεία του προγράμματος. Αν και το δημοσιονομικό κενό για το 2018 «είχε κλείσει» σύμφωνα με την ανεπίσημη ενημέρωση της κυβέρνησης τις προηγούμενες ημέρες, από χθες ξαναμπήκε στο τραπέζι, με ό,τι αυτό σημαίνει για το ενδεχόμενο να ζητηθούν πρόσθετα διορθωτικά μέτρα εντός του 2017 για να καλυφθεί η ζημιά.  
Η προειδοποίηση ότι η περαιτέρω παράταση των διαπραγματεύσεων θα έχει κόστος για την ελληνική οικονομία, έγινε σε πανευρωπαϊκή μετάδοση από τον επικεφαλής του ESΜ Klaus Regling, ο οποίος είπε καθαρά πως «υπάρχει κίνδυνος η καθυστέρηση να έχει αρνητικό αντίκτυπο στην οικονομία, να πλήξει την εμπιστοσύνη των επενδυτών και των καταναλωτών και η αβεβαιότητα γύρω από την ολοκλήρωση της αξιολόγησης να κοστίσει».
Σχετικές αναλύσεις που έχουν γίνει το προηγούμενο διάστημα τόσο από την ΤτΕ όσο και από άλλους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς (Eurobank) τοποθετούν την αρνητική επίπτωση στην οικονομία από την καθοδική αναθεώρηση του ΑΕΠ το 2016 μεταξύ 0,6% έως 0,9% χωρίς να υπολογίζονται οι συνέπειες από τυχόν εμβάθυνση της ύφεσης στο πρώτο τρίμηνο του 2017. Στην πράξη αν αυτές οι εκτιμήσεις επιβεβαιωθούν, ανατρέπονται οι βασικές παραδοχές του προγράμματος ότι το 2017 η Ελλάδα θα έχει ρυθμό ανάπτυξης 2,7%, με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται για την διασφάλιση της επίτευξης του στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ την επόμενη χρονιά.
Ένας βασικός λόγος για τον οποίο η διαπραγματευτική ομάδα «εγκλωβίστηκε» στις Βρυξέλλες για τις επόμενες ημέρες είναι η κάθετη άρνηση των κλιμακίων του ΔΝΤ να επιστρέψουν στην Αθήνα, και η ανάγκη να σταλεί το μήνυμα επιτάχυνσης των διαπραγματεύσεων με στόχο να μην δοθεί η εικόνα εμπλοκής αλλά να καλλιεργηθεί η προσδοκία συμφωνίας σε σύντομο χρονικό διάστημα.

Θα ρίξουν στα βράχια την οικονομία για τα εργασιακά;

Αν έγινε σαφές κάτι μετά το χθεσινό Eurogroup είναι ότι από εδώ και πέρα η βόμβα είναι στα χέρια του Πρωθυπουργού. Τόσο το Eurogroup όσο και το ΔΝΤ καλλιέργησαν την αίσθηση του επείγοντος λόγω των επιπτώσεων στην οικονομία, αλλά κανείς δεν ρίσκαρε προβλέψεις για το πότε θα κλείσει η αξιολόγηση, μεταφέροντας τη μπάλα αποκλειστικά στο γήπεδο της ελληνικής κυβέρνησης.
Η διαπραγματευτική ομάδα έφτασε τη συζήτηση μέχρι εκεί που μπορούσε να τη φτάσει με την πολιτική εντολή που είχε διαθέσιμη και πλέον χρειάζεται καινούρια για το αν θα επισπεύσει το κλείσιμο της αξιολόγησης ή θα παίξει περισσότερες καθυστερήσεις.
Αν θέλουμε να μιλάμε τη γλώσσα της αλήθειας, αυτή είναι πως η κυβέρνηση έχει ήδη συμφωνήσει λίγο πολύ σε όλα τα δύσκολα τεχνικά θέματα της δεύτερης αξιολόγησης και έχει αφήσει τα «δευτερεύοντα» ως βασικές εκκρεμότητες της συμφωνίας.
Αποδέχθηκε  να  περικόψει τις συντάξεις κατά σχεδόν 2 δισ. ευρώ, να  αυξήσει τους φόρους επίσης κατά περίπου 2 δισ. ευρώ μέσω της μείωσης στο αφορολόγητο, και να περιοριστεί τις ορέξεις της κυβέρνησής του σε ανεπιθύμητα  «αντίμετρα» που έβαλαν στο τραπέζι οι δανειστές.
Όλα τα παραπάνω είναι αποφάσεις λιτότητας που θα έχουν ουσιαστικές επιπτώσεις στο εισόδημα και το βιοτικό επίπεδο των πολιτών. Από τεχνοκρατικής πλευράς θα οδηγήσουν σε αυτό που λέμε «δημοσιονομικό αποτέλεσμα»  προκειμένου να βγουν οι στόχοι για τα πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ το 2019-2020 και τα επόμενα χρόνια. Το γεγονός ότι η υλοποίηση των μέτρων θα φορτωθεί στις πλάτες μιας επόμενης κυβέρνησης εδικά εφόσον γίνουν εκλογές πριν το 2019, διευκολύνει σημαντικά τον ΣΥΡΙΖΑ να τα αποδεχτεί.
Όμως όλα τα υπόλοιπα επίδικα για τα οποία παρατείνεται διαρκώς η ολοκλήρωση της 2ηςαξιολόγησης, δηλαδή τα εργασιακά και πολύ περισσότερο η υπόθεση της ΔΕΗ, είναι δευτερεύοντα θέματα και κυρίως έχουν πολιτικά χαρακτηριστικά.
Είναι σε κάποιο βαθμό κατανοητή η προσπάθεια της κυβέρνησης να κρατηθεί από τα «εργασιακά» ως το μοναδικό αφήγημα που της έχει απομείνει για να μην πληγεί το αριστερό φρόνημα των ψηφοφόρων της και οι κληρονομημένες πελατειακές σχέσεις μιας άλλης εποχής με τους συνδικαλιστές. 
Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει επίσης ότι η κυβέρνηση ανησυχεί για την αντίδραση συγκεκριμένων  βουλευτών και στελεχών της που έκαναν καριέρα ευαγγελιζόμενοι τον δημόσιο χαρακτήρα της ΔΕΗ. 
Αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορεί ο πολίτης, που σε τελική ανάλυση θα πληρώσει τα σπασμένα, να δικαιολογήσει μια παρελκυστική στρατηγική διαρκούς παράτασης της αβεβαιότητας μόνο και μόνο επειδή η κυβέρνηση θέλει να σώσει κάτι από το πολιτικό της γόητρο και να θωπεύσει συγκεκριμένες ομάδες πολιτών. 
Ειδικά μάλιστα όταν διαπιστωμένα ο κίνδυνος πλέον είναι να κακοφορμίσει η οικονομία, να εκτροχιαστεί το τρέχον πρόγραμμα, και η χώρα να βρεθεί αντιμέτωπη με ακόμη περισσότερα μέτρα λόγω της ύφεσης ή με τον κίνδυνο χρεοκοπίας. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: