Όπως αναφέρει στη RBTH ο διευθυντής του Ρωσο-τουρκικού επιστημονικού κέντρου της Βιβλιοθήκης ξένης λογοτεχνίας, Ιλσάτ Σαέτοφ, «είναι αναγκαία μια ευρεία συζήτηση για το θέμα των ειδικών αυτόνομων ιδρυμάτων των διαφόρων θρησκειών, δηλαδή του καθορισμού κάποιων συλλογικών δικαιωμάτων και εξουσιών. Η Ρωσία διαθέτει μεγάλη πείρα στον τομέα αυτό. Στη Βρετανία για παράδειγμα -συνεχίζει- υπάρχουν προαιρετικά δικαστήρια της σαρίας για θέματα γάμου και κληρονομιάς περιουσίας. Θέλεις την κληρονομιά σου να τη μοιράσουν σύμφωνα με το Ισλάμ; Πηγαίνεις σ’ αυτό το δικαστήριο».
Ο Σαέτοφ παραδέχεται ότι μια τέτοια προσέγγιση εγκυμονεί πολλά επίμαχα ζητήματα, ειδικότερα σε ό,τι αφορά το ταίριασμα του συγκεκριμένου συστήματος με το γενικά υφιστάμενο δίκαιο. Μάλιστα, αυτό δεν είναι απλώς ένα επίμαχο ζήτημα, αλλά σημαντικότατο. Ουσιαστικά, η εισαγωγή δικαστηρίων της σαρίας, χριστιανικών ή ιουδαϊκών, μπορεί να σημάνει την απόρριψη της έννοιας του γενικά υφιστάμενου δικαίου, του ενιαίου για όλους.
Απέτυχαν στην ενσωμάτωση
Η Ευρώπη έχει ήδη εφαρμόσει αυτή την προσέγγιση. «Η Γαλλία και η ΕΕ σε γενικές γραμμές έχουν επιχειρήσει με τον δικό τους τρόπο να εντάξουν το Ισλάμ -εξηγεί ο Σιλάεφ- μέσω της πολιτικής ορθότητας, με την ουσιαστική παραχώρηση ευρείας αυτοδιοίκησης στις ισλαμικές κοινότητες, τη χορήγηση ιθαγένειας, τον περιορισμό του χριστιανικού κηρύγματος, και με το φιλελεύθερο αριστερό Τύπο». Τελικά όμως οι αρχές, όχι μόνο δεν κατάφεραν να επιτύχουν το επιθυμητό επίπεδο ενσωμάτωσης των μουσουλμάνων στις ευρωπαϊκές κοινωνίες, αλλά «γέννησαν» και μια εξτρεμιστική κοινωνική απάντηση.
Ο αντικομφορμισμός της μουσουλμανικής νεολαίας, η απροθυμία της αστυνομίας να παρεμβαίνει στις υποθέσεις των μουσουλμανικών κοινοτήτων και των δημοσιογράφων να προβάλλουν το πρόβλημα (λόγω των φόβων ότι μπορεί να κατηγορηθούν για έλλειψη ανεκτικότητας), οδήγησαν σε αύξηση της δημοτικότητας των ριζοσπαστικών δυνάμεων που αντιτάσσουν τις ευρωπαϊκές αξίες έναντι των μουσουλμανικών. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο «εδώ δεν έχουμε μια σύγκρουση μεταξύ Ισλάμ και Χριστιανισμού, παρά μια σύγκρουση μεταξύ θρησκευτικού και κοσμικού φονταμενταλισμού», μας λέει ο ειδικός σε θέματα Ισλάμ και διευθυντής επιστημονικών προγραμμάτων του Ιδρύματος Μαρντζανί, Ίγκορ Αλεξέεφ.
Ενίσχυση των Δεξιών δυνάμεων
Σύμφωνα με τον Αλεξέεφ, «η τρομοκρατική επίθεση στο Παρίσι θα οδηγήσει στην αύξηση της ριζοσπαστικοποίησης των δεξιών συντηρητικών δυνάμεων, των κοσμικών εθνικιστών και των φιλελεύθερων φονταμενταλιστών, σε επίθεση κατά της ιδεολογίας της ανεκτικότητας και πολυπολιτισμικότητας, στην επιστροφή από τη «νεοαποικιοκρατία» στην ευθεία αποικιοκρατική παρέμβαση στο μουσουλμανικό κόσμο, υπό τη σημαία της μάχης κατά της τρομοκρατίας».
Μια τέτοια ριζοσπαστικοποίηση, εξηγεί στη RBTH ο υποδιευθυντής του Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Μελετών, Ντμίτρι Σούσλοφ, «ενδέχεται να απειλήσει τα πολιτικά συστήματα και τις παραδόσεις που έχουν διαμορφωθεί στην Ευρώπη. Τις παραδόσεις της ανεκτικότητας, του συμβιβασμού και της μη βίας, τουλάχιστον απέναντι στους υπηκόους της ίδιας της χώρας και στους υπηκόους των άλλων ευρωπαϊκών κρατών. Το αποτέλεσμα αυτής της ριζοσπαστικοποίησης μπορεί να είναι η καταστροφή των ευρωπαϊκών δημοκρατιών και των κοινωνικών τους συστημάτων».
Η ρωσική εμπειρία
Στη Ρωσία, όπου το Ισλάμ και ο Χριστιανισμός συνυπάρχουν εδώ και αιώνες, υπάρχει μια ξεχωριστή προσέγγιση, η οποία επιτρέπει την αποφυγή της ριζοσπαστικοποίησης. Όπως αναφέρει ο Σιλάεφ, «υπάρχει ένα είδος “άτυπου κοινωνικού συμβολαίου” που προβλέπει ότι δεν πειράζουμε την ξένη θρησκεία». Ίσως και αυτός να είναι ο λόγος που η δημοσκόπηση της όχι και πιο φιλελεύθερης ρωσικής ενημερωτικής πλατφόρμας, του ραδιοφωνικού σταθμού «Ηχώ της Μόσχας», έδειξε ότι μόνο το 54% των ακροατών επιθυμεί τη δημοσίευση αντιισλαμικών γελοιογραφιών στο ρωσικό Τύπο.
Η ρωσική εμπειρία αλληλεπίδρασης μεταξύ Ισλάμ και κράτους δεν αγγίζει το τέλειο. Όπως αναφέρει ο Σούσλοφ «στη Ρωσία εφαρμόζεται σε μεγάλο βαθμό η ίδια αυτή πολιτική της πολυπολιτισμικότητας: Οι δημοκρατίες του Βορείου Καυκάσου ουσιαστικά ζουν τη δική τους ζωή και είναι αποκομμένες από τον γενικότερο ρωσικό πολιτισμικό χώρο. Για την ώρα αυτό αντισταθμίζεται από την αφοσίωση των τοπικών ελίτ προς το Κρεμλίνο, αλλά αυτή η κατάσταση ίσως να μην διατηρηθεί επ’ άπειρον».
Ωστόσο, αυτό επιτρέπει την επίτευξη μιας σχετικής σταθερότητας. Τα γραφεία της «Ηχώ της Μόσχας» και της «Novaya Gazeta», οι οποίες επικρίνουν τις ενέργειες των αρχών στο Βόρειο Καύκασο, δεν τα ανατινάζει κανείς, ενώ και υποθέσεις με ιδιαίτερη απήχηση (για παράδειγμα, η απαγόρευση της μαντίλας στα σχολεία μια περιφέρειας του Νότου, της Σταυρούπολης) δεν προκαλούν μαζικές διαμαρτυρίες των μουσουλμάνων, ανάλογες με εκείνες του γαλλικού «Πολέμου των προαστίων» το 2005.
Πολιτική διαχείριση και μυστικές υπηρεσίες
Η ρωσική εμπειρία βασίζεται σε δυο παράλληλες στρατηγικές, από τις οποίες,σύμφωνα με τους ειδικούς, οι Γάλλοι και οι Ευρωπαίοι πρέπει να διδαχτούν. Πρώτα απ’ όλα, οι αρχές πρέπει να εφαρμόσουν την πολιτική προσαρμογής του Ισλάμ. «Το κράτος -αναφέρει ο Σιλάεφ- προσπαθεί πάντα να εντάσσει το Ισλάμ, να το κάνει διαφανές και κατανοητό για το ίδιο το κράτος. Προτείνεται η οργάνωση ισλαμικής παιδείας υπό τον έλεγχο του κράτους, η θεσμοθέτηση του ίδιου του Ισλάμ, που το καθιστά κάτι ανάλογο με εκκλησιαστική οργάνωση». Στη Ρωσία, τέτοιου είδους οργανώσεις είναι οι Θεολογικές διοικήσεις των μουσουλμάνων.
Ωστόσο, η πολιτική της αφομοίωσης και θεσμοθέτησης δεν θα είναι αποτελεσματική αν οι μουσουλμάνοι δεν προστατευτούν από την επιρροή των παθιασμένων για την επικράτηση των ιδεών τους φονταμενταλιστών που προβαίνουν σε κήρυγμα τόσο εντός της ΕΕ όσο και εκτός αυτής. Αυτός είναι και ο λόγος που παράλληλα με την πολιτική αφομοίωσης, η ΕΕ θα υποχρεωθεί να εντατικοποιήσει την εργασία των μυστικών υπηρεσιών ασφαλείας, οι οποίες σήμερα είναι αναποτελεσματικές. Γεγονός που απεδείχθη από τα ταξίδια ευρωπαίων μουσουλμάνων για τζιχάντ στη Συρία, καθώς και από την τρομοκρατική ενέργεια στο Charlie Hebdo.
Φυσικά, δεν αναφερόμαστε σε υιοθέτηση ενός πλήρους αναλόγου του αμερικανικού αντιτρομοκρατικού νόμου «Πατριωτική Πράξη», ωστόσο, οι Ευρωπαίοι θα αναγκαστούν να θυσιάσουν ένα ορισμένο ποσοστό ελευθερίας για χάρη της ασφάλειας.

Γκεβόργκ Μιρζαγιάν, ειδικά για τη RBTH