Η αναζήτηση του σημείου όπου ετάφη ο Μακεδόνας βασιλιάς αποτέλεσε για πολλούς ανθρώπους έργο ζωής, ενώ με την πάροδο του χρόνου κατέστη ένας μύθος ανάλογος με τη... χαμένη Ατλαντίδα ή την Κιβωτό του Νώε.
Μια αναζήτηση άλλοτε σε πολλά διαφορετικά σημεία της Αλεξάνδρειας, στη Μέμφιδα, στην έρημο της Αιγύπτου, τη Συρία, τη γη της Μακεδονίας.
Πού είχε τοποθετηθεί η σορός του; Ηταν σε αλαβάστρινη, γυάλινη ή χρυσή σαρκοφάγο; Μήπως αργότερα βρέθηκε κάτω από ισλαμικά τζαμιά ή χριστιανικές εκκλησίες; Για αυτό έγραφαν αρχαίοι συγγραφείς, διάσημοι περιηγητές, ταξιδιώτες του Μεσαίωνα. Πανίσχυροι αυτοκράτορες και κατακτητές ήθελαν να «προσεγγίσουν» τον Μ. Αλέξανδρο και να πάρουν κάτι από την αίγλη του. Την ίδια φιλοδοξία είχαν οι Γάλλοι του Βοναπάρτη, αλλά και οι Αγγλοι που τους διαδέχθηκαν στην Αίγυπτο στα τέλη του 18ου αιώνα. 
Ενδεικτικό είναι ότι μόνο στην αρχαιολογική υπηρεσία της Αλεξάνδρειας από το 1956 μέχρι σήμερα έχουν υποβληθεί 322 έγγραφα και αιτήσεις για ανασκαφές από άτομα τα οποία υποστήριζαν ότι γνωρίζουν τη θέση του τάφου. 
Υπάρχουν λεπτομερείς περιγραφές αρχαίων συγγραφέων, πραγματικά ρεπορτάζ της εποχής, που μιλούν για την επιβλητική πομπή που μετέφερε το 321 π.Χ. την ταριχευμένη σορό του Μεγάλου Αλεξάνδρου από τη Βαβυλώνα, όπου πέθανε (323 π.Χ.). Φαίνεται πως κράτησε σχεδόν δύο χρόνια η προετοιμασία της ταφής, δηλαδή η ταρίχευση του σώματος και η κατασκευή του μαυσωλείου στο οποίο τελικά ετάφη.
Σύμφωνα με τις περιγραφές, ο νεκρός Αλέξανδρος ήταν τοποθετημένος μέσα σε καταστόλιστη χρυσή λάρνακα την οποία μετέφερε χρυσή άμαξα που έσερναν 100 άλογα. Ο ίδιος ο Αλέξανδρος είχε ζητήσει να ταφεί στο ναό του Αμμωνος Διός στην όαση της Σίβα (Quintus Curtius Rufus, Ιστορία Μεγάλου Αλεξάνδρου). Η μεταφορά της σορού ανατέθηκε από τη συνέλευση των εταίρων και σωματοφυλάκων του Αλεξάνδρου (Περδίκκας, Λεοννάτος, Πτολεμαίος, Πείθων, Αριστόνους και Αριδαίος) στον Αριδαίο.
Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης (80 π.Χ.-20 π.Χ.), που έζησε πιο κοντά στα γεγονότα, αναφέρει σχετικά: «Επί δε την κατακομιδήν του σώματος και την κατασκευήν της αρμαμάξης της μελλούσης κομίζειν το σώμα του τετελευτηκότος βασιλέως εις Αμμωνα έταξαν Αριδαίον». Δηλαδή, η πομπή ξεκίνησε από τη Βαβυλώνα για την Αίγυπτο με επικεφαλής τον Αριδαίο και με τη χρυσοποίκιλτη «αρμάμαξα» την οποία ακολουθούσαν ολόκληρη στρατιά και πλήθος κόσμου (Διόδωρος, ΙΗ, 26).
Στα σύνορα της Αιγύπτου με τη Συρία ο Πτολεμαίος του Λάγου, συμπολεμιστής του Αλεξάνδρου, αποφάσισε να αλλάξει δρόμο η πομπή και να μην ταφεί ο μέγας στρατηλάτης στο ναό του Αμμωνα, αλλά σε ένα πολυτελές μαυσωλείο στο κέντρο της Αλεξάνδρειας: «Εκρινε (ο Πτολεμαίος) γαρ επί του παρόντος εις μεν Αμμωνα μη παρακομίζειν, κατά δε την εκτισμένην υπ' αυτού πόλιν (Αλεξάνδρεια) επιφανεστάτην ούσαν, σχεδόν τι των κατά την οικουμένην, αποθέσθαι. Κατεσκεύασεν ουν τέμενος κατά το μέγεθος και κατά την κατασκευήν της Αλεξάνδρου δόξης άξιον, εν ω κηδεύσας αυτόν...» (Διόδωρος Σικελιώτης, ΙΗ', 28, 3-5).
Οι περισσότεροι αρχαίοι συγγραφείς αναφέρουν το ίδιο ακριβώς, ότι ετάφη σε μαυσωλείο στη θέση «Σώμα» ή «Σήμα», όπου βρίσκονταν και οι βασιλικοί τάφοι. «Μέρος δε και των βασιλείων εστί και το καλούμενον Σώμα... εν ω αι των βασιλέων ταφαί και η Αλεξάνδρου» σημειώνει ο Στράβωνας (Γεωγραφικά, XVII, C, 794, 1, 8). Συμφωνούν με τη θέση ο Αρριανός («Μετά Αλέξανδρον» Jacoby, F. Gr. Η., 156, αποσπ. 9, 25) και ο Δίων ο Κάσσιος (Ρωμ. Ιστ. 51, 15-16).
Ηταν μια αριστοκρατική συνοικία, την οποία πολλοί προσπαθούν να εντοπίσουν στη συμβολή της Οδού του Σώματος και της Κανωπικής Οδού, στη σημερινή πυκνοδομημένη Αιγυπτιακή μεγαλούπολη, αλλά δεν τα έχουν καταφέρει.
Κάποιοι θεωρούν πως βρίσκεται στο λεγόμενο Υψωμα των Σωμάτων (Κομ-ελ-Δεμάς), στη θέση που βρίσκεται το μουσουλμανικό τέμενος Nabi Daniel, όπου θρυλείται ότι βρίσκεται η σορός του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Εδώ πρέπει να πούμε ότι ο πρώην γεν. διευθυντής Αρχαιοτήτων Γιάννης Τζεδάκις, ο οποίος ηγήθηκε της ομάδας που πήγε το 1995 τη Σίβα όταν η αρχαιολόγος Λ. Σουβαλτζή υποστήριζε ότι βρήκε τον τάφο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, πιστεύει πως θα έπρεπε να διερευνηθεί το τέμενος καθώς είναι γνωστό πως όταν μπήκαν οι μουσουλμάνοι στην Αλεξάνδρεια έκτισαν το μεγάλο αυτό τζαμί.
Με δεδομένο ότι ο Αλέξανδρος ανήκει στους προφήτες που αναφέρονται στο Κοράνι, δεν αποκλείει να έχει κτιστεί το τέμενος πάνω στον τάφο του. Τον εκπλήσσει μάλιστα η άρνηση της Γενικής Γραμματείας Αρχαιοτήτων Αιγύπτου στο πρόσφατο αίτημα ξένων επιστημόνων να ελέγξουν το δάπεδο του τζαμιού με ηλεκτρονικά μέσα προκειμένου να δοθεί μια απάντηση στο ερώτημα.
Και συμπληρώνει ο κ. Τζεδάκις, δίνοντας και μία άλλη διάσταση στο όλο θέμα: «Πρέπει να υπάρχουν αραβικά κείμενα της εποχής εκείνης που να δίνουν πληροφορίες για τον τάφο. Δυστυχώς, όμως, δεν είναι προσβάσιμες σε μας».
Ο περιηγητής Παυσανίας το 2ο αιώνα μ.Χ. στα Αττικά του (6, 3) εμπλέκει κάπως την υπόθεση, γιατί αναφέρει πως η πρώτη ταφή του Αλεξάνδρου έγινε από τον Πτολεμαίο Α' στη Μέμφιδα και ακολούθησε μεταφορά του από τον Πτολεμαίο Β' (γιο του πρώτου) στην Αλεξάνδρεια. Τα περί Μέμφιδος αναγράφονται και στο Πάριον Χρονικόν «Αλέξανδρος εις Μέμφιν ετέθη» (IG, ΧΙΙ, 5, 1, στ.112/Jacoby, FGrH, 239, απόσπ. Β, 11).
Ευρύτατες αναφορές έχουμε και για τις επισκέψεις των επωνύμων στο μνήμα του Αλέξανδρου στην Αλεξάνδρεια. Ο Δίων ο Κάσσιος αναφέρει στη «Ρωμαϊκή Ιστορία» του ότι τον τάφο του επισκέφθηκαν ο Ιούλιος Καίσαρ, ο Σεπτίμιος Σεβήρος και ο Καρακάλλας. Σημειώνει, μάλιστα, ότι όταν ο Ιούλιος Καίσαρ μπήκε μέσα στο μαυσωλείο, έμεινε για ώρα σιωπηλός, όρθιος, κοιτάζοντας τον άριστα διατηρημένο νεκρό. Η συγκίνησή του ήταν τόσο μεγάλη, που όταν άγγιξε το πρόσωπο του Αλεξάνδρου, έσπασε ένα κομμάτι της μύτης του νεκρού! (Δίων Κάσσιος, 51, 16).
Ο Καίσαρ Αύγουστος πήγε κι αυτός και προσκύνησε τον τάφο μετά τη νίκη του στο Ακτιο το 31 π.Χ. κατατροπώνοντας τον Μάρκο Αντώνιο και την Κλεοπάτρα. Πήγε για να προσφέρει στον επιφανή νεκρό ένα στεφάνι κι όταν οι οδηγοί του τον κάλεσαν να επισκεφθεί και τους τάφους της Πτολεμαϊκής Δυναστείας, ο Αύγουστος τους απάντησε: «Ηρθα να δω έναν βασιλιά, και όχι νεκρούς!». 
Οι αιώνες περνούσαν αλλά η φήμη του Αλέξανδρου παρέμενε ζωντανή. Ο Ισκαντέρ, όπως τον αποκαλούσαν, είχε μετατραπεί σε θρύλο ενώ από αιώνες λατρευόταν σαν μεγάλος προφήτης. Ο περιηγητής Μαασούντι το 944 γράφει για ένα παρεκκλήσι όπου εικάζεται ότι ήταν ο τάφος του Ισκαντέρ και εκεί ο κόσμος προσευχόταν. Ανάλογη ιστορία αφηγείται ο Λέων ο Αφρικανός 500 χρόνια αργότερα. Αλλοι αναφέρουν ένα κτίσμα κοντά στο τζαμί Ατταρίν ή την παλαιά εκκλησία του Αγ. Αθανασίου. Η βασιλική νεκρόπολη και το Σώμα δεν έχουν ακόμα εντοπιστεί και τα ίχνη χάθηκαν στο βάθος του χρόνου.
Οι περισσότεροι αρχαιολόγοι που ανέσκαψαν έως το 1960, πίστευαν ότι το Σώμα βρισκόταν κοντά στο τζαμί Νάμπι Ντανιέλ. Ο Ερρίκος Σλήμαν που ανακάλυψε την Τροία και τις Μυκήνες είχε ζητήσει το 1887 άδεια την οποία όμως δεν έλαβε.
Στον Αλέξανδρο αποδίδονται όμως και άσχετοι σαρκοφάγοι. Μία βρέθηκε το 1882 στη Σιδώνα, από Τούρκο αρχαιολόγο και μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όμως αργότερα αποδείχθηκε ότι ανήκε σε ελληνιστή βασιλιά της Συρίας.
«Μια άλλη σαρκοφάγος που βρέθηκε στην Αλεξάνδρεια επέτρεψε την εικασία ότι εκεί είχε τοποθετηθεί ο μεγάλος κατακτητής. Αυτό πίστευαν οι επιστήμονες του Βοναπάρτη και οι Αγγλοι. Αργότερα όταν έγινε αποκρυπτογράφηση των ιερογλυφικών αποδείχθηκε ότι ήταν του φαραώ Νεκτανεμπώ Β. Ομως δεν αποκλείεται να την είχαν τοποθετήσει οι Πτολεμαίοι μέσα στη βασιλική νεκρόπολη, σαν κενοτάφιο, για να δείξουν στους γηγενείς ότι ο Αλέξανδρος καταγόταν από τον φαραώ. Αλλες θεωρίες υποστήριζαν ότι ο τελευταίος φαραώ ήταν ο πατέρας του Μ. Αλέξανδρου. Αλλωστε οι φαραώ, όπως ο Μακεδόνας βασιλιάς, διεκδικούσαν θεϊκή προέλευση. Οταν επισκέφθηκε το μαντείο της Σίβα οι ιερείς του είχαν πει ότι ήταν γιος του Αμμωνα» 
Οι μύθοι μεταφέρθηκαν επί αιώνες και οι επόμενοι μελετητές βασίστηκαν σε στοιχεία παλαιότερων. Σε όλα τα βιβλία αναφέρεται η φανταστική ιστορία του Αμβρόσιου Σκυλίτζη στα μέσα του 19ου αιώνα. Ηταν δραγουμάνος του Ρώσου προξένου στην Αλεξάνδρεια και υποτίθεται ότι ξεναγούσε επισκέπτες στην κρύπτη του Νάμπι Ντανιέλ. Εκεί είδε μουμιοποιημένο το σώμα σε γυάλινη σαρκοφάγο. Ελέχθη ότι έκανε γραπτή αναφορά στο Πατριαρχείο, η οποία όμως δεν βρέθηκε ποτέ. Από στόμα σε στόμα η ιστορία διαδόθηκε, όμως όταν αργότερα ζητήθηκε άδεια έρευνας στην κρύπτη, ο σεΐχης δεν το επέτρεψε και ένας υπόγειος διάδρομος είχε σφραγιστεί.