Κυριακή 24 Απριλίου 2011

Ό Άγιος και το Πάσχα

Πριν από πολλά χρόνια όταν διετελούσα κι εγώ παιδί στο χωριό μου, το Πάσχα είχε μια ιδιαίτερη μαγεία. 
Θες το σταμάτημα του σχολείου, θες ότι το χωριό γέμιζε ζωή από τους χωριανούς μας που ζούσαν στην Αθήνα, πάντως αυτές τις μέρες ήταν κάτι διαφορετικό. 
Σαν παιδί ήμουν ιδιαίτερο άτομο. 
Από τότε είχα τη δική μου άποψη για τα πράγματα, δεν μπορούσαν οι γονείς μου, πολύ περισσότερο τα αδέλφια μου να μου...
επιβληθούν.
Αγροτοκτηνοτρόφοι οι γονείς μου, βιοπαλαιστές όπως άλλωστε όλοι οι κάτοικοι του Ξηρομέρου, με παίρναν μαζί τους στα χωράφια. 
Η σχέση μου όμως με τους αγρούς και τα κτήνη απ την αρχή ήταν πολύ κακή. Τα ζωντανά μου άρεσαν στη σούβλα, τα δε χωράφια και η φύση ήταν πηγή έμπνευσης και ρομαντισμού. Ξαπλωμένος ατένιζα το βελανιδόδασος και άκουγα το τραγούδι των τζιτζικιών κι όλο και κάποιο βιβλίο είχα μαζί μου να διαβάζω. Φυσική συνέπεια η καημένη η μάνα μου και η αδελφή μου να μην αντέχουν αυτή  μου τη συμπεριφορά και να με διώχνουν απ το χώρο δουλειάς τους. 
Έτσι διάλεγα ένα απόμακρο σημείο και διάβαζα με τις ώρες. Αν λοιπόν ο Κονδυλάκης με διασκέδαζε αφάνταστα, αν η ποίηση του Καβάφη με   έκανε να ανοίγω νέους  δρόμους σκέψης, εκείνος που με μάγευε ήταν ο Παπαδιαμάντης.
 Είχα διαβάσει όλα του τα βιβλία και μέχρι τώρα έχω τη συνήθεια τα βράδια των αγίων ημερών του Πάσχα  αλλά και τις ημέρες των  Χριστουγέννων, να διαβάζω τα Πασχαλινά και τα Χριστουγεννιάτικα του διηγήματα. 
Τόσο με είχαν επηρεάσει τα βιβλία του που έγραφα τις  εκθέσεις μου στο σχολείο στην ιδιότυπη αυτή γλώσσα του Παπαδιαμάντη, προκαλώντας την έκπληξη και τον θαυμασμό της εξαιρετικής καθηγήτριας μου της Ιωάννου -καλή της ώρα,   στο Γυμνάσιο του Νιχωριού. 
Στα κατά καιρούς γραφεία μου, και για χρόνια, είχα τη προσωπογραφία του, με μια φράση  απ τα κείμενα του ''Σαν νάχαν τελειωμό τα πάθια και οι καυμοί του κόσμου''
Έτσι λοιπόν μια ωραία ιδέα δώρου για τα παιδιά σας είναι τα Πασχαλινά Διηγήματα του Παπαδιαμάντη. Παραθέτω τρία απ αυτά. Να τα θυμηθείτε όσοι τα έχετε διαβάσει και να τα γνωρίσετε όσοι δεν έχετε μυηθεί στη μαγεία της περιγραφής του Αγίου των Γραμμάτων του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

Πάσχα ρωμέικο, 1891
O μπάρμπα-Πύπης, γηραιός φίλος μου, είχεν επτά ή οκτώ καπέλα, διαφόρων χρωμάτων, σχημάτων και μεγεθών, όλα εκ παλαιού χρόνου και όλα κατακαίνουργα, τα οποία εφόρει εκ περιτροπής μετά του ευπρεπούς μαύρου ιματίου του κατά τας μεγάλας εορτάς του ενιαυτού, οπόταν έκαμνε δύο ή τρεις περιπάτους από της μιας πλατείας εις την άλλην διά της οδού Σταδίου. Oσάκις εφόρει τον καθημερινόν κούκον του,  με το σάλι του διπλωμένον εις οκτώ ή δεκαέξ δίπλας επί του ώμου,  εσυνήθιζε να κάθηται επί τινας ώρας εις το γειτονικόν παντοπωλείον, υποπίνων συνήθως μετά των φίλων, και ήτο στωμύλος και διηγείτο πολλά κ’ εμειδία προς αυτούς.  
Όταν εμειδία ο μπάρμπα-Πύπης, δεν εμειδίων μόνον αι γωνίαι των χειλέων, αι παρειαί και τα ούλα των οδόντων του, αλλ’ εμειδίων οι ιλαροί και ήμεροι οφθαλμοί του, εμειδία στίλβουσα η σιμή και πεπλατυσμένη ρις του,  ο μύσταξ του ο ευθυσμένος με λεβάνταν και ως διά κολλητού κηρού  λελεπτυσμένος, και το υπογένειόν του το λευκόν και επιμελώς διατηρούμενον, και σχεδόν ο κούκος  του ο στακτερός, ο λοξός κ’ επικληνής προς το ους, όλα παρ’ αυτώ εμειδίων.
Eίχε γνωρίσει πρόσωπα και πράγματα εν Kερκύρα. όλα τα περιέγραφε μετά χάριτος εις τους φίλους του. Δεν έπαυσε ποτέ να σεμνύνεται δια την προτίμησιν την οποίαν είχε δείξει αείποτε διά την Kέρκυραν ο βασιλεύς, και έζησεν αρκετά διά να υπερηφανευθή επί τη εκλογή, ην έκαμε της αυτής νήσου προς διατριβήν η εφτακρατόρισσα της Aούστριας. Eνθυμείτο αμυδρώς τον Mουστοξύδιν, μαδότο, δοτίσσιμο κε ταλέντο! Eίχε γνωρίσει καλώς τον Mάντζαρον, μα γαλαντουόμο! τον Kερκύρας Aθανάσιον, μα μπράβο! τον Σιορπιέρρο, κε γκράν φιλόζοφο! Tο τελευταίον όνομα έδιδεν εις τον αοίδιμον  Bράϊλαν,  διά τον τίτλον ον του είχαν απονείμει,  φαίνεται οι Άγγλοι. (Sir Pierro = Sir Peter). Eίχε γνωρίσει επίσης τον Σόλωμο  (κε ποέτα!), του οποίου απεμνημόνευε και στίχους τινάς, απαγγέλλων αυτούς κατά το εξής υπόδειγμα:
Ωσάν τη σπίθα κρουμμένη στη στάχτη πού εκρουβόταν για μας λευτεριά;
Eισέ πάσα μέρη πετιέται κι’ ανάφτει και σκορπιέται σε κάθε μεριά.
O  μπάρμπα-Πύπης έλειπεν υπέρ τα είκοσιν έτη εκ του τόπου της γεννήσεώς του. Eίχε γυρίσει κόσμον κ’ έκαμεν εργασίας πολλάς. Έστειλέ ποτε και εις την Παγκόσμιον έκτεσι, διότι ήτο σχεδόν αρχιτέκτων,  και είχε μάλιστα και μίαν ινβεντσιόνε. Eμίσει τους πονηρούς και τους ιδιοτελείς,  εξετίμα τον ανθρωπισμόν και τη τιμιότητα. Aπετροπιάζετο τους φαύλους. «Iλ τραδιτόρε νον α κομπασσιόν» -ο απατεώνας δεν έχει λύπησι. Eνίοτε πάλι εμαλάττετο κ’ εδείκνυε συγκατάβασιν εις τας ανθρωπίνας ατελείας. «Oυδ’η γης αναμάρτητος  -άγκε λα τέρρα νον ε ιμπεκάμπιλε.» Kαι ύστερον,  αφ’  ου η γη δεν είναι,  πώς θα είναι ο Πάπας; Όταν του παρετήρει τις ότι ο Πάπας δεν εψηφίσθη ιμπεκάμπιλε, αλλά ινφαλίμπιλε, δεν ήθελε ν’ αναγνωρίσει την διαφοράν.
Δεν ήτο άμοιρος και θρησκευτικών συναισθημάτων. Tας δύο ή τρεις προσευχάς,  ας είξευρεν τας είξευρεν ελληνιστί. «Tα πατερμά του είξευρε ρωμέϊκα».  Έλεγεν: «Άγιος,  άγιος,  άγιος κύριος Σαβαώθ... ως ενάντιος υψίστοις»  Όταν με ερώτησε δις ή τρις τι σημαίνει τούτο,  το ως ενάντιος,  προσεπάθησα να διορθώσω και εξηγήσω το πράγμα. Aλλά μετά δύο ή τρεις ημέρας υποτροπιάζων πάλιν έλεγεν: «Άγιος, άγιος, άγιος... ως ενάντιος υψίστοις!»
Eν μόνον είχεν ελάττωμα, ότι εμίσει αδιαλλάκτως παν ό,τι εκ προκαταλήψεως εμίσει και χωρίς ν’  ανέχηται αντίθετον γνώμην ή επιχείρημα.  Πολιτικώς κατεφέρετο πολύ κατά των Άγγλων, θρησκευτικώς δε κατά των Δυτικών. Δεν ήθελε ν’ ακούση το όνομα του Πάπα, και ήτο αμείλικτος κατήγορος του ρωμαϊκού κλήρου...
Tην εσπέραν του  Mεγάλου Σαββάτου του έτους 188...  περί ώραν ενάτην,  γερόντιόν τι ευπρεπώς ενδεδυμένον,  καθόσον ηδύνατο να διακρίνη τις εις το σκότος,  κατήρχετο την απ’ Aθηνών εις Πειραιά άγουσαν, την αμαξιτήν. Δεν είχεν ανατείλει ακόμη η σελήνη, και ο οδοιπόρος εδίσταζε ν’  αναβή υψηλότερον, ζητών δρόμον μεταξύ των χωραφίων. Eφαίνετο μη γνωρίζων καλώς τον τόπον.     O  γέρων θα ήτο ίσως πτωχός,  δεν θα είχε 50  λεπτά δια να πληρώση το εισιτήριον του σιδηροδρόμου ή θα τα είχε κ’ έκαμνεν οικονομίαν.  Aλλ’ όχι δεν ήτο πτωχός, δεν ήτο ούτε πλούσιος, είχε διά να ζήση. Ήτο ευλαβής και είχε τάξιμο να καταβαίνη κατ’  έτος το Πάσχα πεζός εις τον Πειραιά,  ν’  ακούη την  Aνάστασιν εις τον Άγιον Σπυρίδωνα και όχι εις άλλην Eκκλησίαν, να λειτουργήται εκεί, και μετά την απόλυσιν ν’ αναβαίνη πάλιν πεζός εις τας Aθήνας. Ήτο ο μπάρμπα-Πύπης, ο γηραιός φίλος μου, και κατέβαινεν εις τον Πειραιά διά ν’ ακούση το Xριστός Aνέστη εις τον ναόν του του ομωνύμου και προστάτου του, διά να κάμη Πάσχα ρωμέϊκο κ’ ευφρανθή η ψυχή του. Kαι όμως ήτο... δυτικός!
O  μπάρμπα-Πύπης, Iταλοκερκυραίος,  απλοϊκός, Eλληνίδος μητρός.  Έλλην την καρδίαν,  και υφίστατο άκων ίσως,  ως και τόσοι άλλοι,  το άπειρον μεγαλείον και την άφατον γλυκύτητα της εκκλησίας της  Eλληνικής. Eκαυχάτο ότι ο πατήρ του,  όστις ήτο στρατιώτης του  Nαπολέοντος A’  «είχε μεταλάβει ρωμέϊκα» όταν εκινδύνευσε ν’ αποθάνη, εκβιάσας μάλιστα προς τούτο, διά τινων συστρατιωτών του, τον ιερέα τον αγαθόν. Kαι όμως όταν, κατόπιν τούτων, φυσικώς, του έλεγε τις:  «Διατί δεν βαπτίζεσαι μπάρμπα-Πύπη;»  η απάντησίς του ήτο ότι άπαξ εβαπτίσθη και ότι ευρέθη εκεί. Φαίνεται ότι οι Πάπαι της Pώμης με την συνήθη επιτηδείαν πολιτικήν των, είχον αναγνωρίσει εις τους  Pωμαιοκαθολικούς των  Iονίων νήσων τινά των εις τους  Oυνίτας απονεμομένων προνομίων, επιτρέψαντες αυτοίς να συνεορτάζωσι μετά των ορθοδόξων όλας τας εορτάς. Aρκεί να προσκυνήση τις την εβδομάδα του Ποντίφηκος τα λοιπά είναι αδιάφορα.
O  μπάρμπα-Πύπης έτρεφε μεγίστην ευλάβειαν προς τον πολιούχον ΄Aγιον της πατρίδος του και προς το σεπτόν αυτού λείψανον. Eπίστευεν εις το θαύμα το γενόμενον κατά των  Bενετών,  τολμησάντων ποτέ να ιδρύσωσιν ίδιον θυσιαστήριον εν αυτώ τω ορθοδόξω ναώ, (il santo Spiridion  ha fatto questo caso),  ότε ο Άγιος επιφανείς νύκτωρ εν σχήματι μοναχού,  κρατών δαυλόν αναμμένον,  έκαυσεν ενώπιον των απολιθωθέντων εκ του τρόμου φρουρών το αρτιπαγές αλτάρε.  Aφού ευρίσκετο μακράν της  Kερκύρας,  ο μπάρμπα-Πύπης ποτέ δεν θα έστεργε να εορτάση το Πάσχα μαζί με τσου φράγκους. Tην εσπέραν λοιπόν εκείνην του  Mεγάλου Σαββάτου ότε κατέβαινεν εις Πειραιά πεζός, κρατών εις την χείρα τη λαμπάδα του, ην έμελλε ν’ ανάψη κατά την Aνάστασιν,  μικρόν πριν φθάση εις τα παραπήγματα της μέσης οδού,  εκουράσθη και ηθέλησε να καθίση επ’ ολίγον ν’ αναπαυθή. Eύρεν υπήνεμον τόπον έξωθεν μιας μάνδρας, εχούσης και οικίσκον παρά την μεσημβρινήν γωνίαν, κ’ εκεί εκάθησεν επί των χόρτων, αφού επέστρωσε το εις πολλάς δίπλας γυρισμένο σάλι του. Έβγαλεν από την τσέπην την σιγαροθήκην του, ήναψεν σιγαρέττον κ’  εκάπνιζεν ηδονικώς.
Eκεί ακούει όπισθέν του ελαφρόν θρουν ως βημάτων επί παχείας χλόης και,  πριν προφθάση να στραφή να ίδη, ακούει δεύτερον κρότον ελαφρότερον. O δεύτερος ούτος κρότος του κάστηκε ότι ήτον ως ανυψουμένης σκανδάλης φονικού όπλου. Eκείνην την στιγμήν είχε λαμπρυνθή προς ανατολάς ο ορίζων,  και του  Aιγάλεω αι κορυφαί εφάνησαν προς μεσημβρίαν λευκάζουσαι. H  σελήνη,  τετάρτην ημέραν άγουσα από της πανσελήνου,  θ’  ανέτελλε μετ’  ολίγα λεπτά. Eκεί όπου έστρεψε την κεφαλήν προς τα δεξιά, εγγύς της βορειανατολικής γωνίας του αγροτικού περιβόλου,  όπου εκάθητο, του κάστηκε, ως διηγείτο αργότερα ο ίδιος, ότι είδε ανθρωπίνην σκιάν, εις προβολήν τρόπον τινά ισταμένην και τείνουσαν εγκαρσίως μακρόν τι ως ρόπαλον ή κοντάριον προς το μέρος αυτού. Πρέπει δε να ήτο τουφέκιον.  O  μπάρμπα-Πύπης ενόησεν αμέσως τον κίνδυνον. Xωρίς να κινηθή άλλως από την θέσιν του, έτεινε την χείρα προς τον άγνωστον κ’ έκραξεν εναγωνίως.
-Φίλος! Kαλός! μη ρίχνεις...
O άνθρωπος έκαμε μικρόν κίνημα οπισθοδρομήσεως, άλλά δεν επανέφερεν το όπλον εις ειρηνικήνθέσιν.ουδέ καταβίβασε την σκανδάλην.
-Φίλος! και τι θέλεις εδώ; ηρώτησε με απειλητικήν φωνήν.
-Tι θέλω; επανέλαβεν ο μπάρμπα-Πύπης. Kάθουμαι να φουμάρο το τσιγάρο μου.    
-Kαι δεν πας αλλού να το φουμάρης, ρε; απήντησεν αυθαδώς ο άγνωστος. Hύρες τον τόπο, ρε, να φουμάρης το τσιγάρο σου!
-Kαι γιατί; επανέλαβεν ο μπάρμπα-Πύπης. Tι σας έβλαψα;
-Δεν ξέρω  ‘γω απ’  αυτά,  είπεν οργίλως ο αγρότης εδώ είναι αποθήκη,  έχει χόρτα,  έχει κι’  άλλα πράμματα μέσα. Mόνον κόττες δεν έχει, προσέθηκε μετά σκληρού σαρκασμού. Eγελάστηκες.  Ήτο πρόδηλον ότι είχεν εκλάβει τον γηραιόν φίλον μου ως ορνιθοκλόπον, και διά να τον εκδικηθή του έλεγεν ότι τάχα δεν είχεν όρνιθας, ενώ κυρίως ο αγρονόμος διά τας όρνιθάς του θα εφοβήθη και ωπλίσθη με την καραβίναν του. O  μπάρμπα-Πύπης εγέλασε πικρώς προς τον υβριστικόν υπαινιγμόν.
-Συ εγελάστηκες,  απήντησεν εγώ κόττες δεν κλέφτω,  ούτε λωποδύτης είμαι εγώ πηγαίνω στον Πειραιά ν’ ακούσω Aνάσταση στον Άγιο Σπυρίδωνα.
O χωρικός εκάγχασε.
-Στον Πειραιά; στον Aϊ-Σπυρίδωνα; κι’ από πού έρχεσαι;
-Aπ’ την Aθήνα.
-Aπ’ την Aθήνα; και δεν έχει εκεί εκκλησίαις, ν’ ακούσης Aνάσταση;
-Έχει εκκλησίαις, μα εγώ τώχω τάξιμο, απήντησεν ο μπάρμπα-Πύπης
O χωρικός εσιώπησε προς στιγμήν, είτα επανέλαβε.
-Nα φχαριστάς, καϋμένε...
Kαι τότε μόνον κατεβίβασε την σκανδάλην και ώρθωσε το όπλον προς τον ώμον του.
-Nα φχαριστάς καϋμένε,  την ημέρα που ξημερώνει αύριον,  ει δε μη, δεν τώχα για τίποτες να σε ξαπλώσω δω χάμου. Tράβα τώρα!
O  γέρων  Kερκυραίος είχεν εγερθή και ητοιμάζετο να απέλθη,  αλλά δεν ηδυνήθη να μη δώση τελευταίαν απάντησιν.
-Kάνεις άδικα και συχωρεμένος νάσαι που με προσβάλλεις, είπε. Σ’ ευχαριστώ ως τόσο που δε μ’ ετουφέκισες, αλλά νον βα μπένε... δεν κάνεις καλά να με παίρνεις για κλέφτη. Eγώ είμαι διαβάτης, κ’ επήγαινα, σου λέω στον Πειραιά.
-Έλα, σκόλα, σκόλα τώρα, ρε...
Kαι ο χωρικός στρέψας την ράχιν εισήλθεν ανατολικώς διά της θύρας του περιβολίου,  κ’  έγινεν άφαντος. O γέρων φίλος μου εξηκολούθησε τον δρόμον του. Tο συμβεβηκός τούτο δεν ημπόδισε τον μπάρμπα-Πύπην να εξακολουθή κατ’ έτος την ευσεβή του συνήθειαν, να καταβαίνει πεζός εις τον Πειραιά,  να προσέρχηται εις τον Άγιον Σπυρίδωνα και να κάμει Πάσχα ρωμέϊκο. Eφέτος το μισοσαράκοστον μοι επρότεινεν, αν ήθελα να τον συνοδεύσω εις την προσκύνησίν του ταύτην. Θα προσεχώρουν δε εις την επιθυμίαν του,  αν από πολλών ετών δεν είχα την συνήθειαν να εορτάζω εκτός του Άστεως το Άγιον Πάσχα.
"Χωρίς στεφάνι"
Τάχα δεν ήτον οικοκυρά κι αυτή στο σπίτι της και στην αυλήν της; Τάχα δεν ήτο κι αυτή,  έναν καιρόν, νέα με ανατροφήν; Είχε μάθει γράμματα εις τα σχολεία. Είχε πάρει το δίπλωμά της από το Αρσάκειον. Κι ετήρει όλα τα χρέη της τα κοινωνικά,  και μετήρχετο τα οικιακά έργα της,  καλλίτερ’  από καθεμίαν.  Είχε δε μεγάλην καθαριότητα εις το σπίτι της,  κι εις τα κατώφλιά της,  πρόθυμη ν’ ασπρίζη και να σφουγγαρίζη,  χωρίς ποτέ να βαρύνεται,  και χωρίς να δεικνύη την παραξενιάν εκείνην ήτις είνε συνήθης εις όλας τας γυναίκας, τας αγαπώσας μέχρις υπερβολής την καθαριότητα.
Και όταν έμβαινεν η Μεγάλη Εβδομάς, εδιπλασίαζε τα ασπρίσματα και τα πλυσίματα, τόσον οπού έκαμνε το πάτωμα ν’ αστράφτη, και τον τοίχον να ζηλεύη το πάτωμα. Ήρχετο η Μεγάλη Πέμπτη και αυτή άναφτε την φωτιάν της,  έστηνε την χύτραν της,  κι έβαπτε    κατακόκκινα τα πασχαλινά αυγά. Ύστ ερο ν ητοίμαζε την λεκάνην της, εγονάτιζεν, εσταύρωνε τρεις φοραίς τ’ αλεύρι κι εζύμωνε καθαρά και τεχνικά της κουλούραις, κι ενέπηγε σταυροειδώς επάνω τα κόκκινα αυγά.
Και το βράδυ,  όταν ενύχτωνε,  δεν ετόλμα να πάγη ν’  ανακατωθή με τας άλλας γυναίκας διά ν’ ακούση τα Δώδεκα Ευαγγέλια.  Ήθελε να ήτον τρόπος να κρυβή οπίσω από τα νώτα καμμιάς υψηλής και χονδρής,  ή εις την άκραν ουράν όλου του στίφους των γυναικών,  κολλητά με τον τοίχον, αλλ’ εφοβείτο μήπως γυρίσουν και την κυττάξουν. Την Μεγάλην Παρασκευήν όλην την ημέραν ερρέμβαζε κι έκλαιε μέσα της, κι εμοιρολογούσε τα νειάτα της, και τα φίλτατά της όσα είχε χάσει, και ωνειρεύετο ξυπνητή, κι εμελετούσε να πάγη κι αυτή το βράδυ πριν αρχίση η Ακολουθία ν’ ασπασθή κλεφτά-κλεφτά τον Επιτάφιον, και να φύγη,  καθώς η Αιμόρρους εκείνη,  η κλέψασα την ίασίν της από τον Χριστόν.  Αλλά την τελευταίαν στιγμήν,  όταν ήρχιζε να σκοτεινιάζη,  της έλειπε το θάρρος,  και δεν απεφάσιζε  να υπάγη.  Της ήρχετο παλμός.
Αργά την νύκτα, όταν η ιερά πομπή μετά σταυρών και λαβάρων και κηρίων εξήρχετο του ναού, εν μέσω ψαλμών και μολπών και φθόγγων εναλλάξ της μουσικής των ορφανών Χατζηκώστα,  και θόρυβος και πλήθος και κόσμος εις το σκιόφως πολύς, τότε ο Γιαμπής ο επίτροπος προέτρεχε να φθάση εις την οικίαν του,  διά να φορέση τον μεταξωτόν κεντητόν του σκούφον,  και κρατών το ηλέκτρινον κομβολόγιόν του, να εξέλθη εις τον εξώστην, με την ματαιουμένην από έτους εις έτος ελπίδα ότι οι ιερείς θ’ απεφάσιζον να κάμουν στάσιν και ν’ αναπέμψουν δέησιν υπό τον εξώστην του.  Τότε και η πτωχή αυτή,  η Χριστίνα η Δασκάλα  (όπως την έλεγαν έναν καιρόν εις την γειτονιάν), εις το μικρόν παράθυρον της οικίας της, μισοκρυμμένη όπισθεν του παραθυροφύλλου εκράτει την λαμπαδίτσαν της,  με το φως ίσα με την παλάμην της,  κι έρριπτεν άφθονον μοσχολίβανον εις το πήλινον θυμιατόν, προσφέρουσα μακρόθεν το μύρον εις Εκείνον, όστις εδέχθη ποτέ τα αρώματα και τα δάκρυα της αμαρτωλού,  και μη τολμώσα εγγύτερον να προσέλθη και ασπασθή τους αχράντους και ηλοτρήτους και αιμοσταγείς πόδας Του.
Και την Κυριακήν το πρωί,  βαθειά μετά τα μεσάνυκτα,  ίστατο πάλιν μισοκρυμμένη εις το παράθυρον,  κρατούσα την ανωφελή και αλειτούργητην λαμπάδα της,  και ήκουε τας φωνάς της χαράς και τους κρότους, κι έβλεπε κι εζήλευε μακρόθεν εκείνας, οπού επέστρεφαν τρέχουσαι φρου- φρου από την εκκλησίαν,  φέρουσαι τας λαμπάδας των λειτουργημένας,  αναμμένας έως το σπίτι,  ευτυχείς, και μέλλουσαι να διατηρήσωσι δι’  όλον τον χρόνον το άγιον φως της Αναστάσεως. Και αυτή έκλαιε κι εμοιρολογούσε την φθαρείσαν νεότητά της. Μόνον το απόγευμα της Λαμπρής,  όταν εσήμαινον οι κώδωνες των ναών διά την Αγάπην,  την Δευτέραν Ανάστασιν καλουμένην,  μόνον τότε ετόλμα να εξέλθη από την οικίαν,  αθορύβως και ελαφρά πατούσα,  τρέχουσα τον τοίχον-τοίχον,  κολλώσα από τοίχον εις τοίχον,  με σχήμα και με τρόπον τοιούτον ως να έμελλε να εισέλθη διά τι θέλημα εις την αυλήν καμμιάς γειτονίσσης. Και από τοίχον εις τοίχον έφθανεν εις την βόρειον πλευράν του ναού,  και διά της μικράς πλαγινής θύρας, κρυφά και κλεφτά έμβαινε μέσα.
Εις τας Αθήνας, ως γνωστόν, η πρώτη Ανάστασις είνε για της κυράδες, η δευτέρα για της δούλαις. Η Χριστίνα η Δασκάλα εφοβείτο τας νύκτας να υπάγη εις την Εκκλησίαν, μήπως την κυττάξουν, και δεν εφοβείτο την ημέραν,  να μην την ιδούν. Διότι η κυράδες την εκύτταζαν,  η δούλαις την έβλεπαν απλώς. Εις τούτο δε ανεύρισκε μεγάλην διαφοράν. Δεν ήθελε ή δεν ημπορούσε να έρχεται εις επαφήν με τας κυρίας, και υπεβιβάζετο εις την τάξιν των υπηρετριών. Αυτή ήτο η τύχη της. Ωραίον και πολύ ζωντανόν,  και γραφικόν και παρδαλόν,  ήτο το θέαμα.  Οι πολυέλεοι ολόφωτοι αναμμένοι,  αι άγιαι εικόνες στίλβουσαι,  οι ψάλται αναμέλποντες τα Πασχάλια,  οι παπάδες ιστάμενοι με το Ευαγγέλιον και την Ανάστασιν επί των στέρνων, τελούντες τον Ασπασμόν. 
Η δούλαις με τας κορδέλλας των και με τας λευκάς ποδιάς των,  εμοίραζαν βλέμματα δεξιά και αριστερά,  κι εφλυάρουν προς αλλήλας,  χωρίς να προσέχουν εις την ιεράν ακολουθίαν.  Η παραμάναις ωδήγουν από την χείρα τριετή και πενταετή παιδία και κοράσια, τα οποία εκράτουν τας χρωματιστάς λαμπάδας των, κι έκαιον τα χρυσόχαρτα με τα οποία ήσαν στολισμέναι, κι έπαιζαν κι εμάλωναν μεταξύ των,  κι εζητούσαν να καύσουν όπισθεν τα μαλλιά τού προ αυτών ισταμένου παιδίου.  Οι λούστροι έρριπτον πυροκρόταλα εις πολλά άγνωστα μέρη εντός του ναού,  και κατετρόμαζον ταις δούλαις. Ο μοναδικός αστυφύλαξ τους εκυνηγούσε, αλλ’ αυτοί έφευγαν από την μίαν πλαγινήν θύραν, κι ευθύς επανήρχοντο διά της άλλης. Οι επίτροποι εγύριζον τους δίσκους κι έρραινον με ανθόνερον ταις παραμάναις.
Δύο ή τρεις νεαραί μητέρες της κατωτέρας τάξεως του λαού, επτά ή οκτώ παραμάναις, εκρατούσαν πεντάμηνα και επτάμηνα βρέφη εις τας αγκάλας.  Τα μικρά ήνοιγον τεθηπότα τους γλυκείς οφθαλμούς των, βλέποντα απλήστως το φως των λαμπάδων, των πολυελέων και μανουαλίων, τους κύκλους και τα νέφη του ανερχομένου καπνού του θυμιάματος και το κόκκινον και πράσινον φως το διά των υάλων του ναού εισερχόμενον,  το ανεμίζον ράσον του εκκλησάρχου καλογήρου,  τρέχοντος μέσα-έξω εις διάφορα θελήματα, τα γένεια των παπάδων σειόμενα εις πάσαν κλίσιν της κεφαλής,  εις πάσαν κίνησιν των χειλέων,  διά να επαναλάβουν εις όλους το Χριστός ανέστη.  Βλέποντα και θαυμάζοντα όλα όσα έβλεπον, τα στίλβοντα κομβία και τα στρημμένα μουστάκια του αστυφύλακος, τους λευκούς κεφαλοδέσμους των γυναικών, και τους στοίχους των άλλων παιδίων,  όσα ήσαν αραδιασμένα εγγύς και πόρρω,  παίζοντα με τους βοστρύχους της κόμης των βασταζουσών, και ψελλίζοντα ανάρθρους αγγελικούς φθόγγους.
Δύο οκτάμηνα βρέφη εις τας αγκάλας δύο νεαρών μητέρων, αίτινες ίσταντο ώμον με ώμον πλησίον μιας κολώνας, μόλις είδαν το έν το άλλο, και πάραυτα εγνωρίσθησαν και συνήψαν σχέσεις, και το έν, ωραίον και καλόν και εύθυμον, έτεινε την μικράν απαλήν χείρά του προς το άλλο, και το είλκε προς εαυτό, και εψέλλιζεν ακαταλήπτους ουρανίους φθόγγους.
Αλλ’ η φωνή του βρέφους ήτο λιγεία, και ηκούσθη ευκρινώς εκεί γύρω, και ο Γιαμπής ο επίτροπος δεν ηγάπα ν’  ακούη θορύβους.  Εις όλας τας νυκτερινάς ακολουθίας των Παθών πολλάκις είχε περιέλθει τας πυκνάς των γυναικών τάξεις διά να επιπλήξη πτωχήν τινα μητέρα του λαού διότι είχε κλαυθμηρίσει το τεκνίον της. Ο ίδιος έτρεξε και τώρα να επιτιμήση και αυτήν την πτωχήν μητέρα διά τους ακάκους ψελλισμούς του βρέφους της. Τότε η Χριστίνα η δασκάλα, ήτις ίστατο ολίγον παρέκει, οπίσω από τον τελευταίον κίονα, κολλητά με τον τοίχον,  σύρριζα εις την γωνίαν,  εσκέφθη ακουσίως της  -και το εσκέφθη όχι ως δασκάλα,  αλλ’  ως αμαθής και ανόητος γυνή οπού ήτον-  ότι,  καθώς αυτή ενόμιζε,  κανείς,  ας είνε και επίτροπος ναού, δεν έχει δικαίωμα να επιπλήξη πτωχήν νεαράν μητέρα διά τους κλαυθμηρισμούς του βρέφους της, καθώς δεν έχει δικαίωμα να την αποκλείση του ναού διότι έχει βρέφος θηλάζον.
Καθημερινώς δεν μεταδίδουν την θείαν κοινωνίαν εις νήπια κλαίοντα;  Και πρέπει να τα αποκλείσουν της θείας μεταλήψεως διότι κλαίουν; Έως πότε όλη η αυστηρότης των «αρμοδίων» θα διεκδικήται και θα ξεθυμαίνη μόνον εις βάρος των πτωχών και των ταπεινών;  Εκ του μικρού τούτου περιστατικού,  η Χριστίνα έλαβεν αφορμήν να ενθυμηθή ότι προ χρόνων,  μίαν νύκτα, κατά την ύψωσιν του Σταυρού, όταν επήγε να εκκλησιασθή εις τον ναΐσκον του ΑγίουΕλισσαίου, παρά την Πύλην της Αγοράς, ενώ ο αναγνώστης έλεγε τον  Απόστολον, όταν απήγγειλε τας λέξεις  «τα μωρά του κόσμου εξελέξατο ο Θεός», αίφνης, κατά θαυμασίαν σύμπτωσιν, από τον γυναικωνίτην έν βρέφος ήρχισε να ψελλίζη μεγαλοφώνως,  αμιλλώμενον προς την φωνήν του αναγνώστου.  Και οποίαν γλυκύτητα είχε το παιδικόν εκείνο κελάδημα! Τόσον ωραίον πρέπει να ήτο το Ωσαννά το οποίον έψαλλον το πάλαι οι παίδες των Εβραίων προς τον ερχόμενον Λυτρωτήν.
«Εκ στόματος νηπίων και θηλαζόντων κατηρτίσω αίνον,  ένεκα των εχθρών σου,  του καταλύσαι εχθρόν και εκδικητήν».   
Τοιαύτα ανελογίζετο η Χριστίνα, σκεπτομένη ότι καμμία μήτηρ δεν θα ήτο τόσον αφιλότιμος ώστε να μη στενοχωρήται,  και να μη σπεύδη να κατασιγάση το βρέφος της,  και να μη παρακαλή ν’  ανοιχθή πλησίον της εις τον τοίχον, διά θαύματος, θύρα, διά να εξέλθη το ταχύτερον. Περιτταί δε ήσαν αι νουθεσίαι του επιτρόπου,  πρόσθετον προκαλούσαι θόρυβον,  και αφού προς βρέφος θηλάζον όλα τα συνήθη μέσα της πειθούς είναι ανίσχυρα,  μόνη δε η μήτηρ είνε κάτοχος άλλων μέσων πειθούς,  την χρήσιν των οποίων περιττόν να έλθη τρίτος τις διά να της υπενθυμίση.  Κι έπειτα λέγουν ότι οι άνδρες έχουν περισσότερον μυαλό από τας γυναίκας!
Ούτω εφρόνει η Χριστίνα. Αλλά τι να είπη; Αυτής δεν της έπεφτε λόγος. Αυτή ήτον η Χριστίνα η δασκάλα,  όπως την έλεγαν έναν καιρόν.  Παιδία δεν είχε διά να φοβήται τας επιπλήξεις του επιτρόπου. Τα παιδία της τα είχε θάψει, χωρίς να τα έχη γεννήσει. Και ο ανήρ τον οποίον είχε δεν ήτο σύζυγός της. Ήσαν ανδρόγυνον χωρίς στεφάνι.  Χωρίς στεφάνι! Οπόσα τοιαύτα παραδείγματα!...  Αλλά δεν πρόκειται να κοινωνιολογήσωμεν σήμερον. Ελλείψει όμως άλλης προνοίας, χριστιανικής και ηθικής, διά να είνε τουλάχιστον συνεπείς προς εαυτούς και λογικοί, οφείλουν να ψηφίσωσι τον πολιτικόν γάμον.  Από τον καιρόν οπού είχεν ανάγκην από τας συστάσεις των κομματαρχών διά να διορίζεται δασκάλα,  είς των κομματαρχών τούτων,  ο Παναγής ο Ντεληκανάτας,  ο ταβερνιάρης,  την είχεν εκμεταλλευθή. Άμα ήλλαξε το υπουργείον, και δεν ίσχυε πλέον να την διορίση, της είπεν: «Έλα να ζήσουμε μαζύ, κι αργότερα θα σε στεφανωθώ». Πότε; Μετ’ ολίγους μήνας, μετά έν εξάμηνον, μετά ένα χρόνον.
Έκτοτε παρήλθον χρόνοι και χρόνοι,  κι εκείνος ακόμη είχε μαύρα τα μαλλιά,  κι αυτή είχεν ασπρίση. Και δεν την εστεφανώθη ποτέ.  Αυτή δεν εγέννησε τέκνον.  Εκείνος είχε και άλλας ερωμένας.  Κι εγέννα τέκνα με αυτάς.  Η ταλαίπωρος αυτή μανθάνουσα,  επιπλήττουσα,  διαμαρτυρομένη,  υπομένουσα,  εγκαρτερούσα, έπαιρνε τα νόθα του αστεφανώτου ανδρός της εις το σπίτι,  τα εθέρμαινεν εις την αγκαλιάν της,  ανέπτυσσε μητρικήν στοργήν,  τα επονούσε.  Και τα ανέσταινε,  κι επάσχιζε να τα μεγαλώση.  Και όταν εγίνοντο δύο ή τριών ετών,  και τα είχε πονέσει πλέον ως τέκνα της,  τότε ήρχετο ο Χάρος, συνοδευόμενος από την οστρακιάν, την ευλογιάν, και άλλας δυσμόρφους συντρόφους... και της τα έπαιρνεν από την αγκαλιάν της.
Τρία ή τέσσερα παιδία τής είχαν αποθάνει ούτω εντός επτά ή οκτώ ετών. Κι αυτή επικραίνετο. Εγήρασκε και άσπριζε. Κι έκλαιε τα νόθα του ανδρός της, ως να ήσαν γνήσια ιδικά της. Κι εκείνα τα πτωχά, τα μακάρια, περιίπταντο εις τα άνθη του παραδείσου, εν συντροφία με τ’ αγγελούδια τα εγχώρια εκεί. Εκείνος ουδέ λόγον της έκαμνε πλέον περί στεφανώματος.  Κι αυτή δεν έλεγε πλέον τίποτε. Υπέφερεν εν σιωπή. Κι έπλυνε κι εσυγύριζεν όλον τον χρόνον. Την Μεγάλην Πέμπτην έβαπτε τ’ αυγά τα κόκκινα. Και τας καλάς ημέρας δεν είχε τόλμης πρόσωπον να υπάγη κι αυτή εις την εκκλησίαν.
Μόνον το απόγευμα του Πάσχα, εις την ακολουθίαν της Αγάπης, κρυφά και δειλά εισείρπεν εις τον    ναόν,  διά ν’  ακούση το  «Αναστάσεως ημέρα»  μαζύ με της δούλαις και της παραμάναις.
Αλλ’ Εκείνος όστις ανέστη «ένεκα της ταλαιπωρίας των πτωχών και του στεναγμού των πενήτων», όστις εδέχθη της αμαρτωλής τα μύρα και τα δάκρυα και του ληστού το Μνήσθητί μου, θα δεχθή και αυτής της πτωχής την μετάνοιαν,  και θα της δώση χώρον και τόπον χλοερόν,  και άνεσιν και αναψυχήν εις τη βασιλείαν Του την αιωνίαν.
 
Ο Αλιβάνιστος
Αφού εβάδισαν επί τινά ώραν, ανά την βαθείαν σύνδενδρον κοιλάδα, η θειά Μολώτα, κ' η Φωλιώ της Πέρδικας, κ' η Αφέντρα της Σταματηρίζενας, τέλος έφθασαν εις το Δασκαλειό. Αι τελευταίαι ακτίνες του ηλίου εχρύσωναν ακόμη τας δύο ράχεις,  ένθεν και ένθεν της κοιλάδος. Κάτω,  εις το δάσος το πυκνόν,  βαθεία σκιά ηπλούτο.  Κορμοί κισσοστεφείς και κλώνες χιαστοί εσχημάτιζον ανήλια συμπλέγματα, όπου μεταξύ των φύλλων ηκούοντο ατελείωτοι ψιθυρισμοί ερώτων. Ευτυχώς το δάσος ενομίζετο κοινώς ως στοιχειωμένον, άλλως θα το είχε καταστρέψει κι' αυτό προ πολλού ο πέλεκυς του υλοτόμου. Αι τρεις γυναίκες επάτουν πότε επί βρύων μαλακών,  πότε επί λίθων και χαλίκων του ανωμάλου εδάφους.  Η ψυχή κ'  η καρδούλα των εδροσίσθη,  όταν έφθασαν εις την βρύσιν του Δασκαλειού.
Το δροσερόν νάμα εξέρχεται από μίαν σπηλιάν, περνά από μίαν κουφάλαν χιλιετούς δένδρου, εις την ρίζαν του οποίου βαθεία γούρνα σχηματίζεται.  Όλος ο βράχος άνωθεν στάζει ωσάν από ρευστούς μαργαρίτας, και το γλυκύ κελάρυσμα του νερού αναμιγνύεται με το λάλον μινύρισμα των κοσσύφων.  Η θεια Μολώτα,  αφού έπιεν άφθονον νερόν,  αφήσασα ευφρόσυνον στεναγμόν αναψυχής, εκάθισεν επί χθαμαλού βράχου διά να ξαποστάση. Αι δύο άλλαι έβαλαν εις την βρύσιν,  παρά την ρίζαν του δένδρου,  τις στάμνες και τα κανάτια,  τα οποία έφεραν μαζύ των,  διά να τα γεμίσουν.  Είτα,  αφού έπιαν και αυταί νερόν,  εκάθισαν η μία παραπλεύρως της γραίας,  η άλλη κατέναντι, κι' άρχισαν να ομιλούν.
– Πώς αλγεί 'παπάς; είπεν η Θεια Μολώτα.
Η γραία ήτο ιδιόρρυθμος εις την γλώσσαν της. Ετραύλιζε και απέκοπτεν όχι μόνον συλλαβάς, αλλά <και> τα άρθρα και άλλα μόρια.
– Νύχτωσε, θα 'πω! προσέθηκεν η Φωλιώ.
– Τα, τι λογάτε; επέφερεν η Αφέντρα.
Ευρίσκοντο κ' αι τρεις, από της ημέρας εκείνης του Μεγάλου Σαββάτου, εις τον Αϊ-Γιάννη, στον Ασέληνο. Ήτον έρημον παλαιόν μοναστηράκι. Είχε γνωσθή ότι ο παπα-Γαρόφαλος ο Σωσμένος,  εις εκ των ιερέων της πόλεως, θα ήρχετο εις τον Αϊ-Γιάννην, στον Ασέληνον, διά να κάμη Πάσχαεις τους αιγοβοσκούς των αγρίων εκείνων μερών. Αι τρεις αυταί, και τινά άλλα πρόσωπα από την πόλιν, αγαπώντα την εξοχήν, είχον έλθη, χάριν του Πάσχα, πριν να ξεκινήση ο παπάς. Αλλ' όμως ενύκτωνεν ήδη, και ο παπα-Γαρόφαλος δεν είχε φανή ακόμη.
– Είνε αργοστόλιστος, θα 'πω, επέφερεν η Φωλιώ η Πέρδικα.
– Ναι, είδες πώς αργεί να  'ντυθή; υπέλαβεν ερμηνεύουσα κατά γράμμα τον λόγον η Αφέντρα της Σταματηρίζενας. Και καμμιά φορά βάζει και στραβά την «αλλαή» του.
Ωνόμαζεν ούτω το φελόνιον.  Αι τρεις γυναίκες είχον έλθη από τον Αϊ-Γιάννην,  απέχοντα ως    τετάρτου της ώρας δρόμον, διά να γεμίσουν τα σταμνιά στο Δασκαλειό, επειδή η μικρά βρύσις του παλαιού ησυχαστηρίου,  κάτω από τον ναΐσκον,  είχε χαλάσει,  και σχεδόν είχε χαθή το νερόν. Έμελλον δε να επιστρέψουν αμέσως εις τον Αϊ-Γιάννην. Αλλά, με την ομιλίαν, αργοπορούσαν.  Τέλος,  αι δύο εσηκώθησαν,  έκυψαν διά να φορτωθούν τ'  αγγεία,  και ήσαν έτοιμαι προς αναχώρησιν.
Αλλά την στιγμήν εκείνην, ζωηρά φωνή ηκούσθη από το κάτω μέρος, ανάμεσ' από τα δένδρα.
– Σ' έσκιαξα, θεια Μολώτα! είπεν η φωνή.
Είτα καγχασμός ήχησε,  κ'  ευθύς επαρουσιάσθη εις νέος υψηλός,  αμύστακος,  ως δεκαέξ ετών, κρατών κάτω του στέρνου του κάτι ως διπλωμένον και τυλιγμένον πράγμα.
– Α! κακό να μην έχης! έκραξεν η Φωλιώ. Εσύ 'σαι, αρέ Σταμάτη;
Δεν είχε νυκτώσει ακόμη καλά,  κ'  αι γυναίκες είδαν τα χαρακτηριστικά του,  αφού πρώτον είχαν γνωρίσει την φωνήν του. Ήτον ο Σταμάτης το Τρυγονάκι, μάγκας ορφανός παιδιόθεν, καλόκαρδος,  βολικός, όστις έζη εκτελών θελήματα ανά την πόλιν. Όταν όμως ήτο πουθενά εξοχικόν πανηγύρι,  άφηνεν όλες τις δουλειές του, κ' έτρεχε πρώτος μεταξύ όλων των πανηγυριστών.
– Να, απ' τον Ασέληνο έρχομαι, είπεν ο νέος... φορτωμένος πράμματα, θάμματα... κυττάξετε!
Έθεσε την δεξιάν χείρα εντός του τυλιγμένου πανίου,  το οποίον εκράτει,  έλαβεν ένα μαύρον  πράγμα, και, θέλων να παίξη, το έρριψεν εις την ποδιάν της Μολώτας, ήτις εκάθητο ακόμη επί της πέτρας.
– Ά! φωτιά που σ' ε!... έκαμεν αύτη, αναπηδήσασα ορθή, και τινάζουσα την ποδιάν της.
Το πράγμα,  το οποίον της είχε ρίψει ο Σταμάτης, ήτο τεράστιος ζωντανός κάβουρας. Ο νέος είχε κατέλθη προ δύο ωρών εις τον Μικρόν Ασέληνον.  Ούτως ωνομάζετο ο δυτικός αιγιαλός,  μικρά αγκάλη, αντικρύζουσα το Πήλιον. Εκεί είχε γεμίσει το προσόψιον, το οποίον είχε περιζωσμένον εις την μέσην του, από κοχύλια, πεταλίδες και καβούρια.
– Αρέ, ζουρλάθηκες; είπεν αυστηρώς η Αφέντρα. Να κάμης την οικοκυρά να κόψη το αίμα της!
Ο Σταμάτης και πάλιν εκάγχασε.
– Να με συμπαθάς, θεια Μολώτα, είπε. Σα χωριάτης πούμαι, έσφαλα. Θέλησα να σου χαρίσω αυτό το καβούρι,  για να κάμης μεζέ απόψε,  και με τον τρόπο που σου τώρριξα στην ποδιά σου,  σ' ετρόμαξα.
– Δεν τλώου καβούλγια, είπεν η Μολώτα. Θα μεταλάβου!
– Αλήθεια; Τότε, το χαρίζω της Πέρδικας.
– Μεγαλοσαββατιάτικα, καβούρια θα φάω; είπεν η Φωλιώ.
– Τότε, ας το παρ' η Σταματρίζενα, είπεν ο Σταμάτης.
– Να καβουρώσης και κάβουρας να γένης! απήντησεν η Αφέντρα.     
– Μωρέ, ευχή που μου δίνεις! είπεν ο Σταμάτης. Ακούς! να ήμουν κάβουρας! Πώς θα περπατούσα τάχα;
– Και άμα είπεν, έκυψε και άρχισε να κάμνη λοξά πατήματα, μεταξύ των τριών γυναικών.
Με τηνκεφαλήν του εκτύπησε το πλευρόν τής Μολώτας,  με την πλάτην του έπληξε τον αγκώνα τής Φωλιώς, και με την πτέρναν του επάτησε την γόβα τής Αφέντρας.
Αι τρεις γυναίκες, μισοθυμωμέναι, εγέλασαν.
– Ζουρλάθηκες, βλέπω: δεν είσαι καλά! είπεν η Αφέντρα.
Και σηκώσασα με την αριστεράν χείρα το κανάτι της,  εκολάφισεν ελαφρά την κεφαλήν του
Σταμάτη, όστις εφάνη να εγοητεύθη.
– Ω! τι δροσιά, μωρέ Σταματρίζενα! είπε. Δώσε μου άλλη μια!
– Πάμε! νυχτώσαμε, έκαμεν εις απάντησιν η Αφέντρα.
Και πάραυτα εξεκίνησαν.  Τότε ο Σταμάτης,  αφού έδραξε,  χωρίς να είπη τίποτε,  την μεγάλην στάμναν,  την οποία άλλως θα εφορτώνετο η Αφέντρα,  εφιλοτιμήθη να τρέξη πρώτος,  ως εμπροσθοφυλακή. Εις τον δρόμον άρχισε να διηγήται.
– Να ξέρατε ποιον ηύρα, τώρα, στο δρόμο π' ανέβαινα... πριν σας ενταμώσω στη βρύσι.
– Ποιον ηύρες, είπεν η Αφέντρα. Τον Μπαμπάο, ή τον Αράπη, ή τον Εξαποδώ;
– Ηύρα τον Αλιβάνιστο!
– Αλήθεια; για 'πές μας.
Άμα ήκουσε το όνομα τούτο η θεια Μολώτα, έκαμεν ακούσιον κίνημα, και με δύο βήματα ήλλαξε θέσιν εις τον δρόμον,  κ'  ετάχθη εξ'  αριστερών του Σταμάτη,  διά ν'  ακούη καλλίτερα,  επειδή ήτο κωφή από το εν ους.  Ο νέος διηγήθη ότι εις την άκρην του βουνού,  όχι μακράν τής ακτής,  είχε περάσει από την κατοικίαν του αλλοκότου εκείνου ανθρώπου, όστις από τριάκοντα ετών δεν είχε κατέλθη εις την πόλιν, κ' εμόναζεν εις μίαν καλύβην, ή μάλλον σπηλιάν, της οποίας το στόμιον είχε κτίσει με τας χείρας του. Έβοσκεν ολίγας αίγας, και δεν συνανεστρέφετο κανένα άνθρωπον, παρά μόνον τον Μπαρέκον,  τον μέγαν αιγοτρόφον του βουνού,  όστις είχε κοπάδι από χίλια γίδια.  Εις αυτόν έδιδε το ολίγον γάλα του,  λαμβάνων ως αντάλλαγμα ολίγα παξιμάδια,  παστά οψάρια,  και πότε κανέν τρίχινον φόρεμα ή μάλλινον σκέπασμα.
– Άμα με είδεν, είπεν ο Σταμάτης, έκαμε να κρυφτή. Εγώ έτρεξα κατόπι του, τον εχαιρέτισα, και,  για να τον φουρκίσω,  άρχισα να τον λιβανίζω μ'  αυτήν την πετσέτα,  που κουδούνιζαν μέσα οιπεταλίδες... Να, πώς του έκαμα!
Και αποσπάσας την ποδιάν,  την περιέχουσαν τα θαλασσινά είδη,  από την μέσην του,  έκαμε πως λιβανίζει μ' αυτό την θειά Μολώτα, ήτις αφήκεν άναρθρον κραυγήν διαμαρτυρίας.
– Έλα! θα ησυχάσης, βρε πειρασμέ; έκραξεν οργίλη η Αφέντρα.
Εις τον Αϊ-Γιάννην,  άμα ενύκτωσε,  είχε φθάσει με όλον το ασκέρι του,  γυναίκα,  παιδιά και παραγυιούς του,  ο μεγαλοβοσκός Γιάννης ο Μπαρέκος,  καθώς κι ο Κώστας ο Πηλιώτης,  άλλος τσομπάνος με την φαμίλια του, κι' ο Αγγελής ο Πολύχρονος, με όλον το όρδινό του. Είχαν ανάψει     μεγάλην φωτιά, κ' εκάθισαν εις το ύπαιθρον, παρά τον βόρειον τοίχον του ναΐσκου, και διηγούντο παλαιά χρονικά του ποιμενικού κόσμου,  κ'  εκύτταζαν τους αστερισμούς και την Πούλια,  πότε θα φθάση στην μέσην τ' ουρανού, διά να είνε μεσάνυχτα, και πότε θα φθάση, εις εν δυτικόν σημείον, διά να φέξη.  Κ'  επερίμεναν τον παπάν,  πότε να έλθη,  διά να τους κάμη Ανάστασιν.  Ήτον δε μεσάνυχτα ήδη, και ο παπάς δεν είχεν έλθη.
– Καθώς τ' ομολογάει η φλάσκα... έλεγεν ο Αγγελής ο Πολύχρονος.
– Να τώξερε κανείς, να πήγαινε στη χώρα, είπεν ο Κώστας ο Πηλιώτης.
– Ο παπα-Γαρόφαλος, αν θα 'ρθη με το φεγγάρι, παρετήρησεν ο Μπαρέκος. Για κυττάξτε!
Έδειχνεν υψηλά εις το βουνόν, όπου αι κορυφαί των δένδρων είχαν αρχίσει να καταλάμπωνται από το αργυρούν φέγγος. Ήτο ήδη περί το τελευταίον τέταρτον.  Την ιδίαν στιγμήν έφθασεν ο Σταμάτης.  Ούτος προ ώρας είχε γείνη άφαντος,  χωρίς κανείς να προσέξη εις τούτο. Ο νέος είχεν αναβή υψηλά εις το βουνόν, διά να κατοπτεύση και ακροασθή αν θα ηκούετο ή θα εφαίνετο πουθενά ο παπάς. Άμα επέστρεψεν,  ένευσεν εις τον Μπαρέκον και τους άλλους να εξέλθουν μαζύ του από τοπερίβολον.
– Τι τρέχει;
– Ελάτε· κάτι φωνές ακούω. Βάζω στοίχημα!...
Ο Μπαρέκος και ο Κώστας ο Πηλιώτης τον ηκολούθησαν, και απεμακρύνθησαν διακόσια βήματα, κατά τον ανήφορον. Εκεί ήκουσαν τω όντι ήχους τινάς να ανέρχωνται βαθειά από το ρεύμα κάτω, προς το Δασκαλειό και τον Ασέληνον.
– Τί να είνε;
– Βάζω στοίχημα πως ο παπα-Γαρόφαλος έχασε το δρόμο, είπεν ο Σταμάτης.
– Τί θέλει αποκεί, κατά τον Ασέληνο;
–  Γνώρισα τη φωνή του,  είπεν ο Σταμάτης.  Θα ήρθε από τον άλλον δρόμο,  απ'  τα χωράφια,  κ'  ύστερα έπεσε μέσα στ' ορμάνι, κ' εχάθηκε.
Οι δυο βοσκοί κι' ο Σταμάτης, κι' ο Πολύχρονος, όστις έτρεξε κατόπιν των, ανήλθον την οφρύν του βουνού, και απήντησαν διά φωνών εις τας ηχούς τας οποίας ήκουον.
– Ελάτε!... Εδώ είμαστε!... έκραξε με στεντορείαν φωνήν ο Σταμάτης.
– Μα πώς, δεν βλέπουν κοτζάμ φωτιά; είπεν εν απορία ο Πηλιώτης.
– Θα έχουν πέση μέσα 'σε κακοτοπιά, στον ήσκιο του βουνού. Το φεγγάρι δεν ψήλωσε ακόμα.
– Πάω να φέρω το φανάρι! έκραξεν ο Σταμάτης.
Κ'  έτρεξε κάτω,  εις τον περίβολον του Αϊ-Γιαννιού,  οπόθεν επανήλθε μετ'  ολίγον φέρων φανάρι αναμμένον.  Ο Σταμάτης κρατών τούτο,  επροπορεύθη,  και οι τρεις άνδρες τον ηκολούθησαν εν    μέσω του δάσους. Μετ' ολίγα λεπτά αι φωναί ηκούοντο πλησιέστεραι, και τέλος, εφάνη ο παπάς,  ακολουθούμενος από τον ανεψιόν,  τον βοηθόν του,  σύροντα από την τριχιάν ένα γαϊδουράκι, επάνω εις το οποίον ήσαν φορτωμένα τα  «ιερά»  του παπά. Αλλά τελευταία όλων εφάνη και μία σκιά, ήτις εφαίνετο αποφεύγουσα ν' αντικρύση το φως του φαναριού.
– Μπα! έκαμε γελών ο Σταμάτης. Και σιγά προς τον Μπαρέκον εψιθύρισεν:
– Ο Αλιβάνιστος!
– Μεγάλο θάμμα! είπεν ο Μπαρέκος.
– Πώς έκαμες, βλοημένε κ' έχασες τον δρόμο; ηρώτησε τον παπάν ο Αγγελής ο Πολύχρονος.
– Μη ρωτάτε... θέλησα να πάω απ' τον άλλο δρόμο,... απ' τα  'Ρόγγια... είπεν ασθμαίνων ο παπάς· ήθελα να ιδώ το χωράφι·... είπε να το σπείρη, κείνος ο Ντανάκιας και τ' άφησε άσπαρτο... κ' εγώ χαμπάρι δεν είχα, τόσους μήνες τώρα... Ας είνε καλά ο άνθρωπος... Είχα και δυο τρεις αγιασμούς να κάμω, κ' ενύχτωσα... Καλά που έπεσα κοντά στο καλυβάκι του μπαρμπα-Κόλια εδώ  (δεικνύων τον καλούμενον Αλιβάνιστον), και μ' εβοήθησε να βρω το δρόμο! ...Ας έχη την ευχή!
Ο παπα-Γαρόφαλος εδείκνυεν εκείνον,  τον οποίον απεκάλει μπαρμπα-Κόλιαν,  όστις όμως,  ως αληθής σκιά είχεν αρχίσει να γλιστρά όπισθεν των δένδρων, και ν' απομακρύνεται.
Ο Μπαρέκος, τρέξας, τον έδραξεν ισχυρώς από τον βραχίονα.
– Πού πας, μπαρμπα-Κόλια;  είπε. Τώρα δε σ'  αφήνουμε...  τελείωσε! Φέτος θα κάμωμε Ανάστασι μαζύ!...
Ο Σταμάτης,  μη δυνάμενος να κρατήση τα γέλοια,  άρχισε να κάμνη με το φανάρι το οποίον
εκράτει,  κινήματα ως να ελιβάνιζε,  προς το βάθος εις το μέρος όπου ίστατο το σύμπλεγμα του Μπαρέκου και του μπαρμπα-Κόλια.
Ο γέρων εφαίνετο αληθής λυκάνθρωπος.  Εφόρει είδος ράσου,  απροσδιορίστου χρώματος,  και μαύρην σκούφιαν,  είχε μακράν κόμην,  μαύρην ακόμη,  και ψαρά,  σγουρά γένεια.  Εδυσανασχέτει διότι τον εκράτει με την ρωμαλέαν χείρα του ο Μπαρέκος, κ' ήθελε να φύγη.
– Άφσε με, να ζήσης! Δεν μπορώ!... τι Ανάστασι να κάμω  'γω... τι με θέλετ' εμένα... Εσείς κάμετε Ανάστασι. Με γεια σας, με χαρά σας!... Πάω στο καλύβι μου, 'γω!
Τότε ο παπα-Γαρόφαλος έλαβε τον λόγον·
– Νάχης την ευχή του Χριστού, παιδί μου! Έλα! ... Να πάρης ευλογία! ... Να μοσχοβολήσ' η ψυχήσου! Έλα ν'  απολάψης τη χαρά του Χριστού μας! Μην αδικής τον εαυτόν σου! Μην κάνης του εχτρού το θέλημα! ... Πάτα τον πειρασμό! Έλα, Κόλια! Έλα, Νικόλαε,  έλα! Νικόλαε μακάριε! Ο άγιος Νικόλαος να σε φωτίση!
Ο μπάρμπα-Κόλιας ήθελε να έλθη,  αλλ'  εντρέποντο.  Επαραξενεύετο πολύ.  Θα επεθύμει να τον απήγον διά της βίας.
Ο Μπαρέκος,  ως να είχεν εισδύσει εις τα ενδόμυχα τής ψυχής του,  έκραξε τους δύο άλλους βοσκούς πλησίον του.  Ούτοι,  ημιπαίζοντες,  ημισπουδάζοντες,  έβαλαν τας χείρας των εις τους βραχίονας και τας ωμοπλάτας του Κόλια. Εν πομπή και παρατάξει τον απήγαγον,  κάτω νεύοντα,  επιθυμούντα ν' ακολουθήση, και τείνοντα ν' αποσκιρτήση.      Όταν έφθασαν εις τον Αϊ-Γιάννην,  παράδοξον πράγμα συνέβη.  Η θεια Μολώτα,  καθώς εκάθητο έξωθεν του ναού,  άμα είδε τον Κόλιαν, εταράχθη νευρικώς, εστράφη βιαίως προς τον τοίχον του ναού. Η Αφέντρα, ήτις ήτον στο πλάγι της, την είδε, και ενόησεν ότι κάτι συνέβαινε·
– Τι έχεις, θεια Μολώτα;
Η γραία τής ένευσε να σιωπήση.  Εν τοσούτω,  αφού η συνοδία επροχώρησεν εις το κέντρον του περιβόλου,  η Μολώτα έρριψε πλάγιον βλέμμα προς το σύμπλεγμα των ανδρών,  κ'  εκατέβασε χαμηλά την μαύρην μανδήλαν της, έκρυψε τα οφρύδια, τους κροτάφους, και με τα τσουλούφια της κόμης της, και με τα κλωνιά της μανδήλας, εκάλυψε το κατωσάγονον και τα μάγουλα. Η Αφέντρα την εκύτταζε με άπληστον περιέργειαν.
– Τί έπαθες, θειά Μολώτα; ηρώτησε και πάλιν.
– Σώπα, σ' λένε! εψιθύρισεν η Μολώτα.
Ευθύς τότε ο παπάς εισήλθεν εις τον ναΐσκον,  τον οποίον ο Σταμάτης,  από την ημέραν,  πριν να πάγη ακόμα διά πεταλίδας και καβούρια,  είχε στολίσει με δάφνας και μυρσίνας,  και όστις ήστραπτεν από κοσμιότητα και καθαριότητα.
Ο ιερεύς έβαλεν Ευλογητόν, και μαζύ με τον ανεψιόν του άρχισε να ψάλλη το «Κύματι θαλάσσης».
Η Αφέντρα,  η Φωλιώ,  κ'  αι γυναίκες και τα θυγάτρια των ποιμένων,  εισήλθον εις τον ναόν,  κ' εκόλλησαν πολλά κηρία εις τα μανουάλια.  Η Μολώτα έμενε παραπίσω. Ήθελε να ιδή αν ο μπαρμπα-Κόλιας, ο Αλιβάνιστος, θα εισήρχετο εις τον ναόν ή όχι. Ο Κόλιας καταρχάς επέμενε να μένη έξω,  επί προφάσει ότι θα εβοήθει τους δύο παραγυιούς του Μπαρέκου εις το σούβλισμα και ψήσιμον των αρνίων,  διά τα οποία ετοίμαζαν μεγάλην φωτιάν. Ο Μπαρέκος όμως εφοβήθη μήπως  «το στρίψη», και τον εβίασε να εισέλθη εις τον ναόν μαζύ του, λέγων ότι «ο μουσαφίρης δεν κάνει 'πηρεσία».
Τότε η Μολώτα έμεινεν απ'  έξω,  μισοκρυμμένη εις τον παραστάτην της θύρας του ναού και κυττάζουσα λαθραίως μέσα. Όταν εβγήκαν όλοι λαμπαδηφορούντες εις το ύπαιθρον, διά να κάμουν Ανάστασιν,  αύτη απελθούσα εκρύβη εις την βορειανατολικήν γωνίαν,  σιμά εις την θυρίδα τής Προσκομιδής. Εκείθεν ήκουσε κι' αυτή το «Χριστός ανέστη».
Όταν το πλήθος εισήλθε πάλιν εις τον ναόν, με το «Αναστάσεως ημέρα», το γοργόν εμβατήριον, η Αφέντρα της Σταματηρίζενας έμεινε παραπίσω και ήλθε πλησίον τής Μολώτας.
– Γιατί δεν έρχεσαι μέσ' στην εκκλησιά; της είπε. Λεχώνα είσαι;
– Σύλε, πιδί μ', ακούσης καλό λόγο· της είπεν η Μολώτα. Άφσ' εμένα.
– Μα τί έχεις;
– Τίποτα.
– Επέμεινε.
– Θα μου πης τί έχεις;     24grammata.com  14
Η γραία ανένευσε,  και απεμακρύνθη απ'  αυτής.  Η Αφέντρα ηναγκάσθη ν'  απέλθη.  Μετ'  ολίγην όμως ώραν, όταν άρχισεν ο Ασπασμός, η Μολώτα επλησίασεν εις την θύραν του ναού, κ' ένευσεν εις την Αφέντραν να εξέλθη. Την έφερεν εις την ιδίαν και πριν θέσιν, αριστερόθεν του ναού.
– Τώλα, εγώ πώς θα μεταλάβου; της λέγει.
– Γιατί; τί τρέχει;
– Τώλα, δε φιλούν Βγαγγέλιο κι Ανάστασι;
– Ναι.
– Πώς να πάω 'γω ν' ανησπαστώ;
– Πώς θα πας; Με τα ποδάρια σ', είπεν η Αφέντρα.
– Είδες κείνον άθλωπο;
– Ποιόν;
– Κόλια;
– Τον Αλιβάνιστο; Ε, τί;
Η Μολώτα έκυψεν, εταπείνωσε την φωνήν και είπε:
– Σαν ήμουν εγώ μικλό κολίτσι, αυτός μ' ήθελε γυναίκα. Πλιν αλλωστήσω, κι πιαστή φωνή μου, μ' ηύλε σουλουπώματα, πηγάδι, στενό σοκάκι, μ' ε... (έκυψεν εις το ους της Αφέντρας, κ' εψιθύρισε με φωνήν μόλις ακουομένην) μ' εφίλησε...
Η Αφέντρα έπνιξε βαθύν, αργυρόηχον γέλωτα. Η γραία επανέλαβε:
– Πατέλας δεν τον ήθελε γαμπλό. Πήλα άλλον. Χήλεψα. Αυτός,  είπαν,  πήλε καϋμό,  πήγε βουνά,  αγλίεψε, δεν πάτησ'  ' εκκλησιά... Εγώ έχω το κλίμα.
Η Αφέντρα ενόησεν αμέσως την απλοϊκήν ευσυνειδησίαν της γραίας.
– Ε, καλά, είπε· να που τον ηύρες τώρα, στην Ανάστασι. Ώρα του Ασπασμού, της αγάπης είναι. Να σχωρεθής, να το πης του παπά, και θα σ' αφήση να μεταλάβης.
Η Μολώτα ηκολούθησε κατά γράμμα την συμβουλήν τής Αφέντρας.  Εισήλθεν εις τον ναόν, ησπάσθη το Ευαγγέλιον και την Ανάστασιν, είτα εζήτησε συγχώρησιν από τον Κόλιαν. Ακολούθως,  την ώραν του Κοινωνικού,  επλησίασε μαζύ με τας αλλάς γυναίκας εις την βορείαν πύλην του ιερού, όπου ο ιερεύς ανέγνωσεν επί των κεφαλών των την συγχωρητικήν ευχήν, ενώ ο μικρός ψάλτης εμινύριζε το «Σώμα Χριστού μεταλάβετε».
Μετά την Απόλυσιν, άμα οι άνδρες εξήλθον, ο Σταμάτης συναντήσας τον Κόλιαν τον εχαιρέτισε:   
– Χριστός ανέστη, μπάρμπα-Κόλια! Καλή ώρα ήτον που σ' ηύρα χτες.
Και ο γέρων ερημίτης απήντησεν:
 Αληθώς ανέστη, βρε! Δεν είμαι αλιβάνιστος!

Δεν υπάρχουν σχόλια: