Τετάρτη 3 Νοεμβρίου 2010

Αναδιάρθρωση χρέους και ανάπτυξη!

Πρακτικά η αναδιάρθρωση του χρέους σημαίνει αποφυγή της χρεοκοπίας άμεσα, μετακύληση του δημοσιονομικού βάρους στο μέλλον με πληρωμή υψηλότερων τόκων με συνέπεια την μεταφορά των προβλημάτων στη νέα γενιά.
Η ελληνική οικονομία οδηγείται σε αναδιάρθρωση χρέους λόγω κυρίως του όγκου του χρέους αλλά και επειδή για την επόμενη τετραετία οι προοπτικές επαρκούς ανάπτυξης είναι περιορισμένες.
Με τη δημοσιονομική εξυγίανση γίνεται το πρώτο βήμα για την αποφυγή της χρεοκοπίας. 
Το χαμηλό επίπεδο ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας και οι περιορισμένες προοπτικές για ουσιαστική και σχετικά ταχεία βελτίωσή της ώστε να παραχθεί πλούτος και να αποπληρωθεί προοδευτικά το χρέος δεν αφήνουν ιδιαίτερα περιθώρια για την αποφυγή αναδιάρθρωσης.
Για να μειωθεί το σχετικό βάρος του χρέους ή και για να επιτευχθούν καλύτεροι όροι διαπραγμάτευσης με τους επενδυτικούς οίκους θα πρέπει να υπάρξει ανάπτυξη και για ...
αυτό θα πρέπει  να μπει πραγματικά και άμεσα στο κέντρο της οικονομικής πολιτικής η επιχείρηση η οποία είναι η μόνη που παράγει πλούτο, δηλαδή εισοδήματα στους πολίτες και φόρους στο κράτος.
Ο γνωστός οικονομολόγος ‘μάγος’ Ρουμπινί, ο οποίος προέβλεψε το 2005 την κρίση του χρηματοπιστωτικού συστήματος έχει δηλώσει κατ’ επανάληψη ότι η Ελλάδα θα οδηγηθεί υποχρεωτικά σε χρεοκοπία και εάν δεν μας αρέσει αυτή η λέξη μπορούμε να χρησιμοποιούμε τον όρο αναδιάρθρωση του χρέους. Για να γίνει δε πιο σαφής θέτει το απλό ερώτημα: πως θα μπορέσει η Ελλάδα να δανειστεί κατ’ευθείαν από τις αγορές όταν το χρέος της το 2014 θα ανέλθει στο 150% του ΑΕΠ;
Όταν τίθεται όμως έτσι το ερώτημα, τίθεται σε στατική βάση αποκλείοντας κάθε δυναμική προοπτική και θεσμική παρέμβαση. Η ερώτηση θα έπρεπε να είχε διατυπωθεί ως εξής: ποιος θα δανείσει την Ελλάδα με μία τέτοια σχέση χρέους προς ΑΕΠ όταν ο ρυθμός ανάπτυξης της κυμαίνεται μεταξύ -1% και +1% και με τι επιπλέον επιτόκιο; Απάντηση : κανείς, διότι δεν πρόκειται με αυτά τα δεδομένα να πάρει πίσω τα χρήματά του ή το επιτόκιο θα ήταν απαγορευτικό.
Για να γίνει πιο κατανοητό αυτό που θέλουμε να υποστηρίξουμε ας κάνουμε της εξής θεωρητική ερώτηση: ποιος θα δανείσει μία χώρα με την προαναφερόμενη σχέση χρέους προς ΑΕΠ όταν ο ρυθμός ανάπτυξης κυμαίνεται μεταξύ 4,5% και 5,5% και με προοπτικές ανάπτυξης; Απάντηση: πολλά funds θα ήταν διατεθειμένα να δανείσουν μία τέτοια οικονομία.
Το εμπόδιο που ορθώνει το τείχος τους χρέους φαίνεται αξεπέραστο. Σε βάθος χρόνου όμως θα ήταν δυνατόν να ξεπεραστεί: η ταχύτητα – στις αποφάσεις και στην προσαρμογή της οικονομίας – είναι η μεταβλητή η οποία μπορεί να βοηθήσει να γίνει αντιληπτό ότι υπάρχουν πιθανότητες επίτευξης καλύτερης αντιμετώπισης της κρίσης και συνεπώς καλύτερων όρων για την αναδιάρθρωση του χρέους.
Το πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας σε σχέση με το χρέος είναι το μέγεθός του αλλά κυρίως το βάρος της εξυπηρέτησής του (περίπου 15 δισεκ. ευρώ ετησίως). Αντιπροσωπεύει 6,5% του ΑΕΠ και 28% – 30% των εσόδων του κράτους.
Το μέγεθος του ως ποσοστό του ΑΕΠ καθώς και το βάρος της εξυπηρέτησης μειώνονται μόνο με υψηλούς ρυθμούς μεγέθυνσης. 
Ταυτόχρονα η ανάπτυξη θα αποδώσει έσοδα στο Δημόσιο ώστε με την παράλληλη μείωση των δαπανών θα επέλθει το ζητούμενο πλεόνασμα στη λειτουργία της Κεντρικής Κυβέρνησης.
Με απλά λόγια : για να επιτευχθούν καλύτεροι όροι διαπραγμάτευσης με τις αγορές θα πρέπει οι ρυθμοί μεγέθυνσης να είναι τέτοιοι ώστε οι σχέσεις τόκοι/ΑΕΠ, τόκοι/έσοδα να έχουν αισθητή καθοδική πορεία και συνεπώς να καλύπτουν επαρκώς το βάρος της εξυπηρέτησης του χρέους.  
Άρα απαιτείται ικανοποιητικός ρυθμός ανάπτυξης.
Υπάρχουν όμως τέτοιες προοπτικές; 
Για να υπάρξει ανάπτυξη στο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον απαιτείται να είσαι ανταγωνιστικός και όπως είναι γνωστό το επίπεδο ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας είναι ιδιαίτερα χαμηλό. 
Το εμπορικό ισοζύγιο ήταν πάντα υψηλά ελλειμματικό. Η σχέση εξαγωγές/εισαγωγές δεν ξεπέρασε ποτέ το 35% με τάση τα τελευταία χρόνια μέχρι και το 2009 να τείνει και κάτω από το 30%.
Το χαμηλό επίπεδο ανταγωνιστικότητας φέρνουν στην επιφάνεια οι οίκοι αξιολόγησης και οι αναλυτές των χρηματιστηρίων όταν επισημαίνουν τον υψηλό κίνδυνο για χρεοκοπία που παρουσιάζει η ελληνική οικονομία.
Σ’ αυτά τα στοιχεία βασίζονται όσοι στοιχηματίζουν στην πτώχευση της Ελλάδας. Ουσιαστικά, το θέμα το οποίο θέτουν στο τραπέζι οι επενδυτικοί οίκοι είναι το εξής: ‘με ποιες προοπτικές ανάπτυξης θα αποπληρώσετε το χρέος σας; Η αναπόφευκτη επιμήκυνση της αποπληρωμής θα βοηθήσει να ξεπεραστεί η μεγάλη δυσκολία εξεύρεσης δανείων για τα έτη 2013-2014-2015 όμως με τα διαχρονικά δομικά προβλήματα σας θα τρέχετε μονίμως πίσω από την εξυπηρέτησή του’.
Το χαμηλό επίπεδο ανταγωνιστικότητας είναι συνέπεια του χαμηλού επιπέδου επενδύσεων, καθώς και των χαμηλών σε τεχνολογία προιόντων τα οποία παράγονται στην Ελλάδα. 
Μία οικονομία στην οποία δεν πραγματοποιούνται επενδύσεις, στην οποία κυριαρχούν οι τάσεις αποεπένδυσης, μένει πίσω τεχνολογικά με παλαιωμένο εξοπλισμό και χαμηλή παραγωγικότητα και χωρίς παραγωγή νέων και πιο δυναμικών προϊόντων.
Το επενδυτικό κλίμα, η κυριαρχούσα κοινωνικο-πολιτική ατμόσφαιρα καθώς και η πρακτική των τελευταίων 15 ετών οδηγούν στο συμπέρασμα ότι πολύ δύσκολα θα πραγματοποιηθούν επενδύσεις τέτοιας κλίμακας ώστε να βελτιωθούν οι όροι παραγωγής και η ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων και υπηρεσιών στο αμέσως προσεχές διάστημα.
Μπορεί σε διεθνές επίπεδο η ελληνική κυβέρνηση να έχει αυξήσει το επίπεδο αξιοπιστίας της χώρας και να εισπράττει επιδοκιμασίες από τους τραπεζίτες για τις επιτυχείς προσπάθειες μείωσης των ελλειμμάτων καθώς και για την απελευθέρωση στην αγορά εργασίας και τη λύση του ασφαλιστικού, όμως το επενδυτικό κλίμα στο εσωτερικό έχει επιδεινωθεί.
Οι δείκτες της οικονομίας χειροτερεύουν, η ύφεση φαίνεται να εγκαθίσταται, η ρευστότητα είναι περιορισμένη και όλο και περισσότερες επιχειρήσεις εγκαταλείπουν την Ελλάδα ή σχεδιάζουν να την εγκαταλείψουν.
Η υποτιθέμενη επένδυση του Αστακού ναυάγησε και απ’ότι διαρρέεται στον τύπο, εταιρίες κολοσσοί για τα ελληνικά δεδομένα (3Ε, Τιτάν) σκέφτονται να μεταφέρουν μέρος των δραστηριοτήτων τους εκτός Ελλάδος. Το δε εφοπλιστικό κεφάλαιο, πραγματικός γνώστης της παγκόσμιας οικονομικής πραγματικότητας, το οποίο θα μπορούσε να βοηθήσει στη μείωση του χρέους, όλο και απομακρύνεται από την Ελλάδα λόγω της διαχρονικά προοδευτικής επιδείνωσης των επενδυτικών συνθηκών στην Ελλάδα.
Και μέσα σε αυτό το κλίμα, το κεντρικό στοιχείο της οικονομικής πολιτικής συνίσταται στη συνεχή αύξηση της φορολογίας χωρίς αντίστοιχα ικανοποιητική μείωση δαπανών.
Το θέμα, όπως έχει τονισθεί, είναι το μείγμα της πολιτικής. Από τι μείγμα – μείωση δαπανών αύξηση φορολογίας – θα προέλθει η αναγκαία περαιτέρω μείωση του ελλείμματος;
Με δεδομένο ότι η διεύρυνση της φορολογικής βάσης (πάταξη της φοροδιαφυγής και εφαρμογή των κριτηρίων διαβίωσης) είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την ύπαρξη οποιασδήποτε μελλοντικά θετικής οικονομικής προοπτικής, προκύπτει ένα θέμα στρατηγικής επιλογής στην οικονομία.
H περιορισμένη ρευστότητα, αποτέλεσμα της διαφυγής τουλάχιστον 25 δισεκ. ευρώ στο εξωτερικό και της δυσκολίας προσφυγής των ελληνικών τραπεζών στη διεθνή ρευστότητα, επιβάλλει περισσότερο από ποτέ την ορθολογική κατανομή των υπαρχόντων χρηματικών πόρων:
- κατεύθυνση του χρήματος εκεί όπου θα αξιοποιείται αποδοτικότερα τώρα που είναι σπάνιο και κοστίζει ακριβά.
- μετακίνηση του κέντρου βάρους της οικονομίας από τον αναποτελεσματικό δημόσιο τομέα στον ιδιωτικό.
- αισθητή μείωση των δαπανών μισθοδοσίας του πλεονάζοντος προσωπικού του Δημόσιου Τομέα.
- αποτελεσματικότερη διαχείριση των πόρων από τις επιχειρήσεις και τους καταναλωτές με τη σωστή εποπτεία του κράτους.
Η αποφασιστική στρατηγική ενδυνάμωσης της επιχείρησης και του ιδιωτικού τομέα θα βοηθήσει την ευκολότερη μετάβαση από το μοντέλο ανάπτυξης της τελευταίας τριαντακονταετίας (επιδότηση κατασπατάληση κοινοτικών πόρων – βόλεμα στο συνεχώς διογκούμενο Δημόσιο Τομέα – αποβιομηχάνιση καταναλωτικά δάνεια υπερχρέωση νοικοκυριών και επιχειρήσεων) στο καινούργιο μοντέλο υπό διαμόρφωση το οποίο δίνει έμφαση στην αποταμίευση, στην παραγωγή, στην επιχειρηματικότητα, στην ανταγωνιστικότητα και στις καινοτόμες δραστηριότητες και στις καινούργιες μορφές ενέργειας.
Η στρατηγική ενδυνάμωσης του ιδιωτικού τομέα θα προσδώσει τον χαμένο δυναμισμό στην ελληνική οικονομία ώστε ταχύτερα να εισέλθει σε ικανοποιητικούς ρυθμούς ανάπτυξης και έτσι να αντιμετωπισθούν οι δυσκολίες που προκύπτουν από το μέγεθος του χρέους και τις συνέπειες της αναδιάρθρωσής του.
Εάν πολιτική, οικονομία και κοινωνία δεν προσαρμοσθούν άμεσα και γρήγορα στις καινούργιες απαιτήσεις, το κόστος του χρέους θα αυξάνεται, θα μεταφέρεται στο μέλλον και θα επιβαρύνει τις επόμενες γενιές.
Η κυβέρνηση του κ. Γ. Παπανδρέου έχει επιδείξει θάρρος και έχει πάρει μεγάλα ρίσκα για τα δεδομένα του ελληνικού πολιτικού συστήματος της τελευταίας τριαντακονταετίας.
Με οικονομικούς όρους και με πραγματιστική προσέγγιση το δίλημμα στρατηγικής της οικονομικής πολιτικής που τίθεται είναι το εξής: [αποφασιστική ενδυνάμωση του ιδιωτικού τομέα – ανάπτυξη – περιορισμένη αναδιανομή – αύξηση των ανισοτήτων] ή [διατήρηση ισορροπιών στον Δημόσιο Τομέα - αυξημένη φορολογία – χαμηλή μεγέθυνση – αναδιανομή της περιορισμένη πίτας – και περιορισμένη αύξηση των ανισοτήτων].
Ως προτροπή για απόφαση προς τη σωστή κατεύθυνση θα μπορούσαν να  ληφθούν οι προτάσεις του κ. Χ. Πισσαρίδη που τιμήθηκε πρόσφατα με το βραβείο Νόμπελ στην Οικονομία σχετικά με μελέτες τις οποίες πραγματοποίησε, ερευνώντας την αγορά εργασίας, Για την έξοδο της ελληνικής οικονομίας από την κρίση, προτείνει μεταξύ άλλων:
- δραστική μείωση του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων με παράλληλη επιδότησή τους για κάποιο χρονικό διάστημα.
- αφορολόγητο για 30 χρόνια για κατασκευαστικές εταιρίες οι οποίες θα κατασκευάσουν έργα τα οποία και θα εκμεταλλεύονται.
Θα προσθέταμε αυτό που έχουν υπογραμμίσει πολλοί επιφανείς οικονομολόγοι, για προοδευτικά δραστική μείωση της φορολογίας σε παραγωγικούς τομείς, ώστε να παραμείνει η βιομηχανική απασχόληση στην Ελλάδα και να προσαρμοσθεί στα ποσοστά φορολογίας των χωρών που την περιβάλλουν.
Τα όρια της αποτελεσματικότητας της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ σε σχέση με τη γρήγορη προσαρμογή της ελληνικής οικονομίας μπορούν να προσδιορισθούν από την εικόνα που θέλει να έχει και να προβάλει προς τα έξω για το ιδεολογικό προφίλ του, από την ικανότητα του κρατικού μηχανισμού να ακολουθήσει την ταχύτητα των εξελίξεων καθώς και από την πίστη του ευρύτερου κυβερνητικού κομματικού μηχανισμού να ακολουθήσει το δρόμο της απελευθέρωσης των δημιουργικών και παραγωγικών δυνάμεων.
Εάν ο κ. Γ. Παπανδρέου θεωρεί ότι μπορεί να κάνει το μεγάλο άλμα και να αποκοπεί από το παρελθόν, απελευθερώνοντας την οικονομία από τον κρατισμό και τον εναγκαλισμό του κράτους, προσφέροντας τις προοπτικές για μια πιο ευέλικτη, ανοιχτή και δυναμική οικονομία χωρίς να υπολογίσει το κόστος για το κόμμα του, ας το πραγματοποιήσει.
Εάν θεωρήσει ότι το κόστος για το ‘κίνημα’ είναι μεγάλο, ότι η κοινωνία δεν διαθέτει την προσαρμοστικότητα για να ακολουθήσει και ότι οι πιθανότητες επιτυχίας είναι μικρές, έχοντας ταυτόχρονα απέναντί του μεγάλο μέρος του πολιτικού κόσμου, τότε ας επιζητήσει τις απαιτούμενες συμμαχίες. Το μνημόνιο είναι δεδομένο απλώς κάποιοι όροι του θα αναπροσαρμόζονται αναλόγως των αποτελεσμάτων και των συνθηκών.
Η ανάπτυξη είναι το ζητούμενο. Ο οικονομικός χρόνος είναι χρήμα. Οποιαδήποτε καθυστέρηση στις αποφάσεις για τη δημιουργία ουσιαστικών συνθηκών ανάπτυξης θα επιφέρει πρόσθετα οικονομικά βάρη τώρα και στο μέλλον.
Το πνεύμα που θα διακατέχει τη σύνταξη των τριών επόμενων προϋπολογισμών, οι οποίοι θα είναι καθοριστικοί για το μέλλον, πρέπει να είναι αναπτυξιακό.
Πιστεύουμε ότι οι όποιες μικρές αποκλίσεις από τα συμφωνηθέντα με την Τρόϊκα, θα μπορούσαν να γίνουν αποδεκτές από τους δανειστές μας εφ’όσον υπάρξει ένα πειστικό πρόγραμμα απελευθέρωσης και ενδυνάμωσης του ιδιωτικού τομέα.
Το έργο που θα παιχθεί στην Ελλάδα τα επόμενα είκοσι χρόνια έχει ήδη αρχίσει να γράφεται.
Εάν παρθούν τώρα οι σωστές αποφάσεις, και προσαρμοσθεί γρήγορα η ελληνική κοινωνία και οικονομία στις απαιτήσεις για έξοδο από την κρίση, υπάρχουν κάποιες πιθανότητες να ξεπεραστεί το μέγεθος του χρέους και να μην τρέχουμε μονίμως πίσω από το βάρος της εξυπηρέτησής του.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΜΠΡΑΤΣΟΣ
O Παναγιώτης Μπράτσος είναι Δόκτωρ Οικονομικών Επιστημών.

Δεν υπάρχουν σχόλια: