Τετάρτη 24 Μαρτίου 2010

Στα πρόθυρα εμφυλίου;


Γράμμα από τη Γερμανία

Το ξοφλημένο πολιτικό σύστημα προσπαθεί να κερδίσει χρόνο, παριστάνοντας πως γυρεύει την απάντηση στο ερώτημα του εάν μπορούμε να συνεχίσουμε να δανειζόμαστε με επιτόκιο 6,5%. 
Έτσι αποφεύγει να μιλήσει για το πραγματικό ζητούμενο. 
Που δεν είναι άλλο από το εάν μπορούμε να συνεχίσουμε να δανειζόμαστε εν γένει. 
Ακόμη και αν εξασφαλίσουμε επιτόκιο χαμηλότερο από εκείνο της κραταιάς Γερμανίας. 
Το πολιτικό σύστημα προσπαθεί να κερδίσει χρόνο περιμένοντας ένα θαύμα. 
Όπως όλοι οι ετοιμοθάνατοι.
Οι αριθμοί είναι πλέον αμείλικτοι. 
Το μοντέλο «ανάπτυξης» των τελευταίων δεκαετιών έχει πάψει να είναι διαχειρίσιμο. 
Το χρέος έγινε αυτοτροφοδοτούμενο και ο ρυθμός μεγέθυνσης του τα αμέσως επόμενα χρόνια θα πάρει διαστάσεις ανεξέλεγκτες. 
Η πολλά υποσχόμενη ανάπτυξη, -η πραγματική ανάπτυξη και όχι αυτή της ...
κατανάλωσης εισαγόμενων προϊόντων, που πληρώνονται με δανεικά, ή της ανακύκλωσης χρημάτων από μεταβιβάσεις υπερτιμολογημένων ακινήτων-, το αβέβαιο αυτό θαύμα που όλοι δήθεν περιμένουν, χρειάζεται χρόνο. Και ακόμη και εάν ξεκινήσει με ορμή άμεσα θα τρέξει πολύ πιο αργά από την καταιγίδα.
Η λύση που απομένει είναι μόνο μια. 
Ο δραματικός περιορισμός του αριθμού των υπαλλήλων του δημοσίου και ο εξορθολογισμός των πραγματικών αμοιβών όσων απομείνουν, με επαναφορά τους στα επίπεδα των αμοιβών του ιδιωτικού τομέα. 
Το πολιτικό σύστημα, όμως, δεν είναι σε θέση να εφαρμόσει κάτι τέτοιο. 
Όπως κάθε ζωντανός οργανισμός μπορεί να κάνει τα πάντα. 
Εκτός από την αυτοκατάργηση του.
Ένας από τους κυρίαρχους και πιο παραπλανητικούς μύθους, στους σημερινούς καιρούς της κρίσης, είναι αυτός που θέλει την δημοσιοϋπαλληλία να ταυτίζεται με τους απλούς εργαζόμενους αυτής της χώρας. 
Είναι αυτός που παρουσιάζει τους υπαλλήλους του κράτους ως κάποιους ακόμη δυστυχείς βιοπαλαιστές, ως μέλη μιας κοινής ευρείας τάξης εργαζομένων, που μοιράζονται τα ίδια προβλήματα και τις ίδιες ανασφάλειες έχοντας απέναντι τους έναν κοινό εχθρό. 
Το σώμα των ανίκανων και διεφθαρμένων πολιτικών. 
Τίποτε πιο αναληθές από αυτό.
Η δημοσιοϋπαλληλία και το άθλιο και φαύλο πολιτικό σύστημα δεν αποτελούν διακριτές οντότητες. Αντίθετα είναι άρρηκτα συνδεδεμένα μέρη του ίδιου παρασιτικού οργανισμού, με τρόπο που η λειτουργία του ενός τροφοδοτεί και εξασφαλίζει την συνέχιση της λειτουργίας του άλλου. 
Η δημοσιοϋπαλληλία δεν θα μπορούσε να υπάρξει χωρίς την παρουσία του πολιτικού συστήματος και αυτό με την σειρά του δεν θα μπορούσε να επιβιώσει και να αναπαραχθεί χωρίς την πολύτιμη στήριξη της. 
Καμία πράξη από όλες όσες καταλογίζονται στο πολιτικό σύστημα δεν θα μπορούσε να εκτελεσθεί χωρίς την νομιμοποίηση που προέρχεται από την πρόθυμη δράση της δημόσιας διοίκησης. 
Κανένα ρουσφέτι, καμία παρέμβαση, καμία κατάχρηση, καμία αλλοίωση διαδικασιών, καμία καταστρατήγηση θεσμών και νόμων. 
Το πολιτικό σύστημα δεν διεισδύει με τρόπο μεταφυσικό μέσα στις σάρκες του κοινωνικού και οικονομικού ιστού. 
Διαθέτει το ζωντανό, δραστήριο και μαχητικό στράτευμά του. 
Τον αποτελεσματικό του εκτελεστικό βραχίονα. 
Τους κρατικούς υπαλλήλους.
Υπό την έννοια αυτής της πραγματικότητας η δημοσιοϋπαλληλία δεν αποτελεί τμήμα και μέρος του σώματος των εργαζομένων αυτής της χώρας. 
Είναι αντίθετα η δύναμη κρούσης του στρατού κατοχής που κατατρώει τις σάρκες της. 
Και όπως σε όλες τις μεγάλες εισβολές κατά των ανυπεράσπιστων, σε όλη την ιστορία της ανθρωπότητας, η ηγεσία είναι αυτή που διαχειρίζεται τα μεγάλα και σημαντικά (τις συμβάσεις της Siemens, τις μαζικές προμήθειες στα εξοπλιστικά, τα χορταστικά φιλέτα στις «επενδύσεις» της υγείας) και το άτακτο και ανώνυμο στράτευμα αυτό που ανταμοίβεται για την αφοσίωση και την συνεργασία του, με την ελευθερία της απόλαυσης του καθημερινού μικροπλιάτσικου (το φακελάκι του γιατρού, το χαρτζιλίκι του τελωνειακού, το δώρο του πολεοδόμου, το ποσοστό του εφοριακού).
Στις μέρες που διανύουμε το φάσμα της μαζικής ανεργίας πλανάται ήδη απειλητικά πάνω από την χώρα. 
Σε λίγο καιρό θα γίνει δυσβάστακτη πραγματικότητα. 
Και τότε θα πρέπει να επιλέξουμε αν προτιμούμε την ανεργία των παραγωγικών ανθρώπων του καθημερινού μόχθου ή αυτήν των κρατικών μας υπαλλήλων. 
Με τα υποκριτικά ψευδοανθρωπιστικά κριτήρια της αγοράς οι δύο αυτές μορφές στέρησης του «δικαιώματος στην ζωή» θα φαντάζουν όμοιες και ισοβαρείς. 
Με όρους όμως πραγματικής δικαιοσύνης και, κυρίως, με όρους προοπτικής του κοινού μας μέλλοντος, η επιλογή της δήθεν ισότητας θα έχει καταστρεπτικά αποτελέσματα. 
Το πολιτικό σύστημα δεν είναι έτοιμο να πάρει τις κατάλληλες, δύσκολες, αλλά σωτήριες αποφάσεις. Και όχι τόσο επειδή δεν διαθέτει ορθή κρίση. 
Αλλά επειδή του είναι αδύνατον να αποφασίσει αυτόβουλα την αυτοκατάργηση του. 
Κάτι πολύ φυσικό μέσα στα ανθρώπινα μέτρα.
Σε λίγο καιρό ο μέσος παραγωγικός έλληνας της πραγματικής οικονομίας θα αντιληφθεί ότι, σε κάθε δύσκολο βήμα του, είναι υποχρεωμένος να κουβαλάει στην πλάτη του από έναν αυθάδη κηφήνα. 
Και ότι η σίτιση αυτού του κηφήνα θα προηγείται των δικών του αναγκών. 
Των αναγκών του σπιτιού και των παιδιών του. 
Η καταπάτηση των στοιχειωδών δικαιωμάτων των απολυμένων φτωχοδιάβολων θα θεωρείται φυσική και αναπότρεπτη για την σωτηρία της πατρίδας. 
Τα «καταχτημένο» δικαίωμα όμως των μόνιμων υπηρετών του δημοσίου συμφέροντος «στην δουλειά» και «την ζωή», δεν θα μπαίνει σε καμία ζυγαριά και καμία διαπραγμάτευση.
Στην αρχή θα είναι ενόχληση. 
Μετά θυμός.
Έπειτα οργή. 
Την συνέχεια κανείς δεν μπορεί να την προβλέψει. 
Περισσότερο από φόβο.
Voria. gr / Θ. Καζαντζίδης

Δεν υπάρχουν σχόλια: