Τετάρτη 1 Ιουλίου 2009

Το κακό το κρέας δεν το τρώει ούτε ο σκύλος...

Το λουκέτο στον Ελεύθερο Τύπο αντιμετωπίζεται από τη δημοσιογραφική συντεχνία ως να ήρθε η συντέλεια του κόσμου. Η συζήτηση επικεντρώνεται κυρίως στις χαμένες θέσεις εργασίας και στα πιθανά λάθη της οικογένειας Αγγελοπούλου, απομακρύνοντας έτσι την προσοχή του κοινού από την ουσία, που δεν είναι άλλη από την ποιότητα των προϊόντων που κρέμονται αυτή τη στιγμή στο περίπτερο. Ξεχνάμε ότι ένα καλό προϊόν δεν έχει να φοβηθεί κάτι...


Πολλοί υποστηρίζουν ότι η έλευση του internet αποτελεί το τελειωτικό κτύπημα για τα έντυπα.
Δεν θα συμφωνήσουμε.
Τα ίδια είχαν ειπωθεί στο παρελθόν και με το ραδιόφωνο και πολύ περισσότερο με την τηλεόραση. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι τα νέα Μέσα δεν επηρεάζουν τα παραδοσιακά και ότι οι εφημερίδες του 2010 θα πρέπει να είναι ίδια με εκείνες του 1910.
Χρειάζεται να εκσυγχρονιστούν, έτσι ώστε να κερδίσουν το ενδιαφέρον του κοινού.


Στην Ελλάδα παρατηρούμε τα τελευταία χρόνια το εξής περίεργο φαινόμενο:
Να αυξάνονται συνεχώς οι νέοι τίτλοι και να μειώνονται ταυτόχρονα οι κυκλοφορίες. Ο λόγος της μείωσης της κυκλοφορίας των εφημερίδων «δικαιολογείται» εύκολα με το άλλοθι του internet, αλλά αυτοδιαψεύδεται από την πετυχημένη πορεία νέων εκδόσεων, όπως το Πρώτο Θέμα και η Real News.
Άρα, το πρόβλημα δεν είναι ότι το «χαρτί» έχει πάψει να είναι δελεαστικό για τον αναγνώστη, αλλά το ότι ο αναγνώστης δεν βρίσκει ελκυστικά πολλά προϊόντα από εκείνα που του προσφέρονται.


Η δημιουργία πολλών νέων εφημερίδων, τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών σταθμών είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργηθούν τα τελευταία είκοσι χρόνια και πολλές νέες θέσεις εργασίας στον κλάδο. Η κρίση επαναπροσδιορίζει πολλά πράγματα και κυρίως επαναφέρει στο προσκήνιο τους όρους επιβίωσης πολλών εκδοτικών Οργανισμών με όρους αγοράς.

Στο σημείο αυτό ακριβώς επεμβαίνουν διάφορες δυνάμεις, κυρίως πολιτικές και συνδικαλιστικές και ζητούν να καταστρατηγηθούν εμμέσως πλην σαφώς οι κανόνες λειτουργίας της ελεύθερης αγοράς, στο όνομα -πάντα- της Δημοκρατίας. Έτσι, έχουν ακουστεί πολλές προτάσεις, από το να βρεθεί ένας οποιοσδήποτε τρόπος να επανακυκλοφορήσει ο Ελεύθερος Τύπος μέχρι να απορροφηθούν οι μέχρι πρόσφατα εργαζόμενοι στην εφημερίδα από το κράτος.

Ο μέσος πολίτης ακούει αυτού του είδους τις «προτάσεις» και δικαιολογημένα επαναστατεί.
Διότι δεν είναι δυνατόν να ισχύουν διαφορετικά μέτρα και σταθμά για τον Τύπο και για επιχειρήσεις άλλων κλάδων. Με την ίδια λογική θα έπρεπε το κράτος να προσλαμβάνει αυτόματα κάθε απολυμένο ή να κρατικοποιεί κάθε χρεοκοπημένη επιχείρηση.
Κι εν πάση περιπτώσει, ποιοι είναι αυτοί οι δημοσιογράφοι που ζητούν μία διαφορετική αντιμετώπιση από όλους τους άλλους εργαζομένους;
Και γιατί ο μέσος αναγνώστης ή τηλεθεατής θα πρέπει να βομβαρδίζεται καθημερινά με μηνύματα ανάλογα με αυτά που δέχεται τις τελευταίες ημέρες και τα οποία έχουν αναγάγει το κλείσιμο του Ελεύθερου Τύπου, μιας επιχείρησης, σε θέμα τόσο μεγάλης σημασίας;

Δεν υποστηρίζουμε ότι δεν είναι σημαντικό το γεγονός ότι έκλεισε μία εφημερίδα. Είναι όμως το ίδιο σημαντικό με το κλείσιμο μιας κλωστοϋφαντουργίας ή με τις 1.500 απολύσεις (έστω και με την μορφή της εθελουσίας) σε μία τράπεζα όπως η Εμπορική.

Τι συμβαίνει;
Δύο πράγματα, κατά την άποψή μας:
Αφενός βρίσκεται σε εξέλιξη μία μάχη για να κερδηθούν οι αναγνώστες του Ελεύθερου Τύπου από άλλα έντυπα και
αφετέρου επιχειρείται να δημιουργηθούν αναχώματα ενόψει και άλλων δυσάρεστων εξελίξεων στον εκδοτικό χώρο.
Δεν φωτίζεται στο ελάχιστο η πτυχή της ποιότητας των εντύπων, διότι ακριβώς αυτή είναι που δεν συμφέρει σε αυτή τη φάση. Ούτε τους εκδότες που ευελπιστούν σε μία νέα γενναία κρατική βοήθεια (ως πότε άραγε), ούτε και τους δημοσιογράφους που θα ήθελαν να συνεχίσει η κοινωνία να τους αντιμετωπίζει ως μία ιδιαίτερη κάστα ανθρώπων που αυτοδίκαια μιλούν εξ ονόματός της και είναι υπεράνω των όποιων κανόνων της ελεύθερης αγοράς.

Με άλλα λόγια, η παθογένεια αναπαράγεται ιδεολογικά, σε μία ύστατη προσπάθεια να μην διαταραχτούν υπάρχουσες δομές του συστήματος.
Να διατηρηθούν όσο το δυνατόν περισσότερο οι στρεβλώσεις που υπάρχουν σήμερα στην αγορά.
Κι ενώ ακούμε διαφόρους να συνδέουν τη συνέχιση της λειτουργίας ζημιογόνων επιχειρήσεων με τη Δημοκρατία (τα μεγαλύτερα εγκλήματα στην ιστορία της ανθρωπότητας έχουν γίνει στο όνομα της Δημοκρατίας και του Θεού), δεν τους είδαμε να μας εξηγούν σε τι χρησιμεύει η κατασπατάληση πολύτιμων κρατικών οικονομικών πόρων σε εφημερίδες με μηδενική κυκλοφορία ή η οικονομική αιμορραγία χιλιάδων επιχειρήσεων που συντηρούν μέσω της υποχρεωτικής δημοσίευσης των λογιστικών τους καταστάσεων τον Οικονομικό Τύπο.

Ούτε και εμείς οι δημοσιογράφοι συζητήσαμε στα σοβαρά διάφορα φαινόμενα που πλήττουν την εικόνα του κλάδου, όπως είναι, για παράδειγμα, τα γραφεία Tύπου. Πώς μπορεί άραγε να παράγει κανείς έργο, όταν ένας εκ των εργοδοτών του είναι εκείνος που καλείται να «ελέγξει» μέσω της δημοσιογραφικής του ιδιότητας στην εφημερίδα;
Ο αναγνώστης δεν είναι χαζός, τα αντιλαμβάνεται όλα αυτά και πολλά περισσότερα. Δεν είναι τυχαία η πτώση των κυκλοφοριών παραδοσιακών τίτλων και δεν πρέπει να αντιμετωπιστεί ως ένα συγκυριακό φαινόμενο.

Θα πρέπει όλοι οι εμπλεκόμενοι στον Τύπο και οι εκδότες να αντιληφθούν ότι δεν τους ζήτησε κάποιος να βγάλουν μία εφημερίδα για να σώσουν το Έθνος και τη Δημοκρατία. Ένα προϊόν είναι και η εφημερίδα και έτσι υπόκειται ή πρέπει να υπόκειται κι αυτή στους νόμους της αγοράς. Και για όσους εξακολουθούν να δηλώνουν άγνοια για τους βασικούς λόγους που έχουν απομακρύνει το αναγνωστικό κοινό από το –προϊόν– εφημερίδα, θα τους θυμίσουμε μία λαϊκή ρήση: «Το κακό το κρέας δεν το τρώει ούτε ο σκύλος».

Η αγορά, όμως, δεν έχει αδιέξοδα, όπως άλλωστε και η... Δημοκρατία.
Αν πραγματικά λείπει ένα ελκυστικό προϊόν για το αναγνωστικό κοινό, αυτό θα έρθει αργά ή γρήγορα.
Αν δεν χρειάζονται τόσες πολλές εφημερίδες, τηλεοπτικοί και ραδιοφωνικοί σταθμοί, τότε μοιραία κάποιοι θα αναγκαστούν να αναστείλουν τη λειτουργία τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια: