Τετάρτη 10 Ιουνίου 2009

Φως στα αίτια της αποχής στις Ευρωεκλογές ρίχνει έρευνα της Κάπα Research


Η αποχή από τις Ευρωεκλογές φαίνεται να μην έχει συγκυριακό χαρακτήρα, δείχνει η έρευνα




Την προηγούμενη Κυριακή οι Έλληνες πολίτες έσπασαν την παράδοση της συμμετοχής τους στις εκλογές για την ανάδειξη των αντιπροσώπων τους στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, η οποία ήταν από τις υψηλότερες μεταξύ των κρατών-μελών της Ένωσης. Το ποσοστό της αποχής άγγιξε το 47% ξεπερνώντας τον κοινοτικό μέσο όρο αποχής στις προηγούμενες ευρωεκλογές του 2004, που είχε διαμορφωθεί στο 45%.


Η τηλεφωνική έρευνα που πραγματοποίησε η Κάπα Research δύο ημέρες μετά τις Ευρωεκλογές, έχει σκοπό να προσεγγίσει τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της αποχής, δηλαδή τα αίτια, τον χρόνο διαμόρφωσης αυτής της τάσης, καθώς και την προδιάθεση του εκλογικού σώματος να υιοθετήσει την ίδια συμπεριφορά στις επόμενες βουλευτικές εκλογές. Παράλληλα, επιχειρείται μια συγκριτική
προσέγγιση μεταξύ των ψηφοφόρων της ΝΔ και των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ με βάση τις βουλευτικές εκλογές του 2007.



Δείτε αναλυτικά: Έρευνα για την αποχή στις Ευρωεκλογές 2009



Η αποχή από τις Ευρωεκλογές φαίνεται να μην έχει συγκυριακό χαρακτήρα: Το 58,8% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι είχε αποφασίσει να μη συμμετάσχει στις εκλογές, είτε αρκετές εβδομάδες πριν είτε αρκετούς μήνες πριν. Μεταξύ των ψηφοφόρων των δύο μεγάλων κομμάτων, μεγαλύτερο είναι το ποσοστό των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ από εκείνο των ψηφοφόρων της ΝΔ που είχαν ήδη λάβει τις αποφάσεις τους πριν από την τελευταία εβδομάδα (68% έναντι 56%).


Η αποχή αυξήθηκε την τελευταία προεκλογική εβδομάδα. Η απουσία προτάσεων για τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα δείχνει να επιδείνωσε την ήδη υπάρχουσα διάθεση για αποχή (74,4% στο σύνολο των ερωτηθέντων). Ωστόσο εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι οι εξελίξεις στην υπόθεση της Siemens βάρυναν περισσότερο στην απόφαση των ψηφοφόρων του ΠαΣοΚ να απέχουν από τις Ευρωεκλογές από ό,τι στους ψηφοφόρους της ΝΔ (21,3% έναντι 12,1% για τους ψηφοφόρους της ΝΔ).

Ως το πρωταρχικό αίτιο της αποχής εμφανίζεται η αποδοκιμασία του πολιτικού προσωπικού της χώρας (65,2% στο σύνολο των ερωτηθέντων). Για τους ψηφοφόρους της ΝΔ, η δεύτερη βασική αιτία της αποχής είναι το τριήμερο του Αγίου Πνεύματος (30,5%), ενώ πολλοί ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ δηλώνουν ότι δεν μετακινήθηκαν προς τον τόπο όπου ψηφίζουν λόγω της χιλιομετρικής απόστασης (23,4%).


Επίσης, οι ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ αποδίδουν επιπλέον πολιτικά χαρακτηριστικά στην αποχή από τις ευρωεκλογές, δηλώνοντας ότι διαφωνούν με τον τρόπο που η Ευρώπη αντιμετωπίζει τα προβλήματα των πολιτών της (17% για τους ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ και 3,4% για τους ψηφοφόρους της ΝΔ).


Η πλειονότητα των πολιτών που απείχαν, δηλώνει ότι προτίθεται να επιστρέψει στις κάλπες στις επόμενες εκλογές. Ωστόσο το ποσοστό όσων δηλώνουν ότι σίγουρα δεν θα πάνε να ψηφίσουν στις επόμενες βουλευτικές εκλογές είναι μεγαλύτερο στους ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ (10,6%) από ό,τι στους ψηφοφόρους της ΝΔ (5,1%).


Όσον αφορά την εκτίμηση του εκλογικού αποτελέσματος, οι ψηφοφόροι της ΝΔ σε ποσοστό 61%, δηλώνουν δυσαρεστημένοι από το αποτέλεσμα των Ευρωεκλογών. Έμμεσα, δηλαδή, μετανιώνουν για την αποχή τους και την επικράτηση του ΠΑΣΟΚ.


Ωστόσο εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι το 42,5% των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ δηλώνει μη ικανοποιημένο από το αποτέλεσμα.


Newsroom ΔΟΛ


1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Aποψη: Ενα σωστό και δύο λάθος συμπεράσματα

Του Γιωργου Παγουλατου*

Τρία συμπεράσματα μπορούν να εξαχθούν από την επικράτηση της κεντροδεξιάς στις τελευταίες ευρωεκλογές. Το πρώτο είναι μάλλον σωστό. Το δεύτερο είναι μάλλον λάθος. Το τρίτο είναι σχεδόν σίγουρα λάθος. Το πρώτο, μάλλον ορθό συμπέρασμα, είναι ότι οι Ευρωπαίοι χρησιμοποίησαν τις ευρωεκλογές για να επιδοκιμάσουν ή να αποδοκιμάσουν τις κυβερνήσεις τους. Καθοριστικό κριτήριο ήταν κυρίως η αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης.

Οπου οι εκλογείς θεώρησαν την αντιμετώπιση της κρίσης επαρκή, ενίσχυσαν το κυβερνών κόμμα (Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Πολωνία κ.λπ.). Οπου θεώρησαν ότι υπολείπεται (στην Ισπανία της καλπάζουσας ανεργίας), το καταψήφισαν. Σε δύο τουλάχιστον περιπτώσεις, η καταψήφιση της κυβέρνησης έλαβε χαρακτήρα γενικευμένης αποδοκιμασίας: στη Βρετανία και στην Ελλάδα. Στη Βρετανία, παρά τον επιδέξιο χειρισμό της κρίσης, ο Μπράουν χρεώνεται τις πολιτικές που τη δημιούργησαν. Οι Βρετανοί τον βαρέθηκαν.

Το δεύτερο, μάλλον λάθος συμπέρασμα, είναι η γενίκευση ότι η συγκυρία τάχα ευνοεί την κεντροδεξιά έναντι της κεντροαριστεράς. Το οικονομικό μείγμα που οι ευρωπαϊκές κοινωνίες δείχνουν σήμερα να εμπιστεύονται δεν είναι πιο συμβατό με την κεντροδεξιά από ό,τι είναι με την κεντροαριστερά. Εχει σαφή κεϊνσιανά και «σοσιαλδημοκρατικά» χαρακτηριστικά - στο πλαίσιο της ΟΝΕ και του Συμφώνου Σταθερότητας. Η νίκη της κεντροδεξιάς σε Γαλλία, Γερμανία και Ιταλία είναι μια ψήφος εμπιστοσύνης στο γαλλο-γερμανικό μοντέλο της ρυθμιζόμενης, «κοινωνικής» οικονομίας της αγοράς και του κοινωνικού κράτους. Βοήθησε καθοριστικά κι η εικόνα μιας διαιρεμένης και σπαρασσόμενης σοσιαλιστικής αντιπολίτευσης. Δηλαδή η οικονομική κρίση ενίσχυσε την εκάστοτε κυβέρνηση, αρκεί αυτή να αντέδρασε με στοιχειώδη αποτελεσματικότητα. Στη μέση της καταιγίδας δεν αλλάζεις καπετάνιο. Ιδίως αν πρόκειται για τη στιβαρή ηγεσία της Μέρκελ ή ακόμα και του Σαρκοζί.

Το τρίτο, και σχεδόν σίγουρα λάθος συμπέρασμα, είναι ότι η κεντροαριστερά έχασε επειδή δεν είναι αρκετά αριστερή. Αυτό θα είχε βάση αν τις απώλειες των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων είχε καρπωθεί η Αριστερά. Ομως αυτό δεν συνέβη. Αντίθετα, κερδισμένοι βγήκαν πράσινοι, ακροδεξιοί και ευρωσκεπτικιστές. Η ψήφος διαμαρτυρίας ήταν εν πολλοίς ψήφος ανασφάλειας: ξενοφοβική και αντιμεταναστευτική.