Τετάρτη 17 Ιουνίου 2009

Πώς θα μπορούσαν να επιστραφούν τα "Ελγίνεια";

Πλησιάζουν τα εγκαίνια του νέου Μουσείου της Ακρόπολης και ο ξένος τύπος θέτει και πάλι το ζήτημα της διεκδίκησης των γλυπτών του Παρθενώνα που εδώ και 200 χρόνια βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο.



Ένα τέτοιο άρθρο δημοσιευμένο την περασμένη εβδομάδα στη Süddeutsche Zeitung του Μονάχου σας παρουσιάσαμε αποσπασματικά στην Επισκόπηση Τύπου.

Ο Γερμανός αρθρογράφος επισημαίνει ότι το νέο Μουσείο της Ακρόπολης καταρρίπτει πλέον το επιχείρημα του Βρετανικού Μουσείου ότι στην Αθήνα δεν υπήρχε κατάλληλο μέρος για να εκτεθούν και να συντηρηθούν τα γλυπτά. Όπως επίσης ο Γερμανός αρθρογράφος απορρίπτει ως υποκριτικό τον νεώτερο ισχυρισμό του Βρετανικού Μουσείου ότι στους κόλπους του τα γλυπτά δίπλα σε εξαιρετικά δείγματα άλλων παλιών πολιτισμών διασφαλίζουν στον επισκέπτη ένα πανόραμα του πανανθρώπινου πολιτισμού πέρα από στενές εθνικές προοπτικές.

Το άρθρο της Süddeutsche Zeitung υπενθυμίζει ότι ναι μεν τα μεγάλα μουσεία της Δυτικής Ευρώπης είχαν ως αφετηρία το παιδευτικό ιδεώδες του διαφωτισμού, οι συλλογές τους όμως διασφαλίστηκαν συχνά μέσα από κατακτήσεις, αρπαγές, παρανομίες, με μια κάθε άλλο παρά ευγενή άμιλλα έναντι των συλλογών άλλων μεγάλων μουσείων άλλων μεγάλων εθνών.


Η ιστορία δεν γυρίζει πίσω


Και όμως. Πέρα από τα επιμέρους σημεία, ο αρθρογράφος υπενθυμίζει επίσης ότι η ιστορία δεν αίρεται, δεν γυρίζει πίσω, δεν είναι δυνατόν να αποψιλωθούν δηλαδή στις αρχές του 21ου αιώνα το Βρετανικό Μουσείο, το Λούβρο ή το Μουσείο της Περγάμου στο Βερολίνο από τα εκθέματά τους για να επιστρέψουν αυτά τα τελευταία στους τόπους όπου δημιουργήθηκαν πριν από χιλιάδες χρόνια. Και είναι αυτό το τελικό «όμως» που μας υποχρεώνει να σκεφθούμε.

Η ιστορία δεν γυρίζει πίσω, δεν ανατρέπεται αναδρομικά κι ας έχει αφήσει στο πέρασμά της όχι μόνο ευγενείς ή βάρβαρες αρπαγές αλλά ακόμα και ποταμούς αίματος.

Τα μεγάλα μουσεία της Δυτικής Ευρώπης, όπως πιστοποιούν τα εκατομμύρια των διψασμένων επισκεπτών τους, δεν είναι τα απεχθέστερα δείγματα μιας περιόδου της ευρωπαϊκής ιστορίας, του 18ου και του 19ου αιώνα, έστω κι αν αυτή η εποχή δεν ήταν προϊόν μόνο του διαφωτισμού και της κλασικής αρχαιογνωσίας, αλλά και της αποικιοκρατίας και της υποδούλωσης και της εκμετάλλευσης.


Αναγνώριση της ιδιοκτησίας έναντι της ελεύθερης διακίνησης;



Θα μπορούσαμε λοιπόν να αποδεχθούμε τα τετελεσμένα της ιστορίας, να αφήσουμε στην άκρη το ζήτημα αν ο λόρδος Έλγιν ήταν ένας κοινός κλεφτοκοτάς ή όχι, και σαν μεγάθυμοι απόγονοι κλεινών προγόνων όπως θέλουμε να είμαστε, να αναγνωρίσουμε στο Βρετανικό Μουσείο την ιδιοκτησία των γλυπτών.

Με την προϋπόθεση ότι κι αυτό θα συνυπέγραφε ταυτόχρονα τον μακροχρόνιο δανεισμό τους στην Ελλάδα, όπου θα εξετίθεντο επιτέλους στο νέο Μουσείο της Ακρόπολης. Η πρόταση αυτή είναι γερμανική και διατυπώθηκε με άλλη αφορμή και για τον επαναπατρισμό άλλων εκπατρισθέντων καλλιτεχνικών θησαυρών.

Επί τη βάσει του ότι η αναγνώριση της ιδιοκτησίας επιτρέπει στη συνέχεια την ελεύθερη διακίνηση. Και την πρόταση αυτή την φανταστήκαμε τώρα να εφαρμόζεται και για τα λεγόμενα «Ελγίνεια» και την αφήνουμε λίγο στο μυαλό μας να δουλέψει και το ξαναβλέπουμε.


Σπύρος Μοσκόβου

1 σχόλιο:

Anastassis είπε...

Η αναφορά ότι ο Λόρδος Ελγιν ΅εκλεψε΅τα μαρμαρα ίσως πρέπει να διορθωθεί στο ορθότερο ότι : Το Ηνωμένο Βασίλειο (και η νόμιμη κυβέρνηση του την εποχή εκείνη, όπως και Η Βασίλισσα ή ο Βασιλέας του ΗΒ) είναι υπεύθυνο-οι και υπόλογο-οι για την κλοπή, καθόσον, ο Ελγιν ήταν ο διαπιστευμένος Πρέσβυς του ΗΒ στην ΥΨΗΛΗ ΠΥΛΗ της ΟΘΩΜΑΝΙΚΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ και όθεν κατα τεκμήριο ενεργούσε για λογαριασμό της Κυβέρνησής του και της Βασιλίσσης του.